Ο Ταξιδιωτικός οδηγός του ΝΤΤΡ

Αφροδίτη
Αφροδίτη
Ο Ταξιδιωτικός οδηγός του ΝΤΤΡ

Μουσεία

Το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, συνολικής επιφάνειας περίπου 2.500 τ.μ., (μαζί με το αίθριο), βρίσκεται στον Πειραιά στο μυχό του άλλοτε όρμου της Φρεαττύδας, στην ακτή Θεμιστοκλέους όπως διαμορφώθηκε με τη δημιουργία της Μαρίνας. Το μουσείο αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο του είδους του στην Ελλάδα και αναβιώνει την ιστορία χιλιετιών της λαμπρής ελληνικής ναυτικής παράδοσης. Το Μουσείο αυτό ιδρύθηκε από την "Εταιρεία Ναυτικού Μουσείου και περισυλλογής κειμηλίων των κατά θάλασσαν Αγώνων του Έθνους", που τελούσε και δρούσε υπό την προστασία του Βασιλέως των Ελλήνων. Το 1959 στεγάστηκε σ΄ ένα νεοκλασικό παραλιακό τριώροφο κτίριο στον λιμένα Ζέας, (Ακτή Τρυφ. Μουτσουπούλου 18) στον Πειραιά, διαθέτοντας στον α' όροφο έξι αίθουσες εκθεμάτων, καλούμενο τότε Ναυτικό Μουσείο Πειραιώς. Όταν ξεκίνησαν τα έργα αναμόρφωσης της ακτής Φρεαττύδας, προ του μεγάλου έργου δημιουργίας Μαρίνας, με προσχώσεις του ομώνυμου όρμου, το 1965 - 1967, από τον ΕΟΤ, έγινε πρόβλεψη και της μόνιμης κτιριακής εγκατάστασης του ναυτικού μουσείου στη συνέχεια των τειχών του Πειραιά, όπου και το σύγχρονο μουσείο.
42 locals recommend
Hellenic Maritime Museum
Akti Themistokleous
42 locals recommend
Το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, συνολικής επιφάνειας περίπου 2.500 τ.μ., (μαζί με το αίθριο), βρίσκεται στον Πειραιά στο μυχό του άλλοτε όρμου της Φρεαττύδας, στην ακτή Θεμιστοκλέους όπως διαμορφώθηκε με τη δημιουργία της Μαρίνας. Το μουσείο αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο του είδους του στην Ελλάδα και αναβιώνει την ιστορία χιλιετιών της λαμπρής ελληνικής ναυτικής παράδοσης. Το Μουσείο αυτό ιδρύθηκε από την "Εταιρεία Ναυτικού Μουσείου και περισυλλογής κειμηλίων των κατά θάλασσαν Αγώνων του Έθνους", που τελούσε και δρούσε υπό την προστασία του Βασιλέως των Ελλήνων. Το 1959 στεγάστηκε σ΄ ένα νεοκλασικό παραλιακό τριώροφο κτίριο στον λιμένα Ζέας, (Ακτή Τρυφ. Μουτσουπούλου 18) στον Πειραιά, διαθέτοντας στον α' όροφο έξι αίθουσες εκθεμάτων, καλούμενο τότε Ναυτικό Μουσείο Πειραιώς. Όταν ξεκίνησαν τα έργα αναμόρφωσης της ακτής Φρεαττύδας, προ του μεγάλου έργου δημιουργίας Μαρίνας, με προσχώσεις του ομώνυμου όρμου, το 1965 - 1967, από τον ΕΟΤ, έγινε πρόβλεψη και της μόνιμης κτιριακής εγκατάστασης του ναυτικού μουσείου στη συνέχεια των τειχών του Πειραιά, όπου και το σύγχρονο μουσείο.
Το Mουσείο Ακρόπολης είναι αρχαιολογικό μουσείο επικεντρωμένο στα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης των Αθηνών. Το μουσείο κτίστηκε για να στεγάσει κάθε αντικείμενο που έχει βρεθεί πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδές του καλύπτοντας μία ευρεία χρονική περίοδο από την Μυκηναϊκή περίοδο έως την Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική Αθήνα ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω στον αρχαιολογικό χώρο Μακρυγιάννη, κατάλοιπο των Ρωμαϊκών και πρώιμων βυζαντινών Αθηνών. Οι συλλογές του μουσείου εκτίθενται σε τέσσερα επίπεδα ενώ ένα πέμπτο στεγάζει τους βοηθητικούς χώρους όπως το εστιατόριο, το πωλητήριο και την αίθουσα επισήμων. Το επίπεδο της ανασκαφής βρίσκεται κάτω από το κτήριο του μουσείου και κατέστη επισκέψιμο στο τέλος του 2011. Στο πρώτο επίπεδο του μουσείου παρουσιάζονται τα ευρήματα των κλιτύων της Ακροπόλεως ενώ η μακριά ορθογώνια αίθουσα, το επικλινές δάπεδο και η κλίμακα στο τέλος της παραπέμπουν στην ανάβαση στον βράχο. Στη νότια πλευρά της αίθουσας παρουσιάζονται ευρήματα από τα σπίτια και τους τάφους των κατοίκων των κλιτύων της Ακρόπολης, γλυπτά από την Οικία του Πρόκλου, αναθήματα από τα μικρά ιερά της Οικίας της Πηγής, της Ουρανίας Αφροδίτης και του Έρωτα, του Πανός, της Αγλαύρου και του Απόλλωνα. Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας εκτίθενται κεραμικά αγγεία, αναθηματικοί πίνακες και άλλα αφιερώματα από το ιερό της Νύμφης, καθώς και αναθήματα από το Ιερό του Ασκληπιού και το ιερό του Διονύσου. Στο δεύτερο επίπεδο, σε μια μεγάλη τραπεζοειδή αίθουσα, παρουσιάζονται αντικείμενα από την μυκηναϊκή ως την πρώιμη κλασική εποχή της Ακρόπολης. Στα βορειοανατολικά, αμέσως αριστερά από την κλίμακα βρίσκονται τα αντικείμενα από την μυκηναϊκή περίοδο, όταν ακόμη η Ακρόπολη ήταν τόπος κατοίκησης και λατρείας στην έδρα του τοπικού άρχοντα. Την μετατροπή της Ακρόπολης σε ιερό χώρο σηματοδοτεί το χάλκινο ακρωτήριο του πρώτου ναΐσκου της Αθηνάς Πολιάδος. Η έκθεση των αρχαϊκών έργων συγκροτείται από επτά ενότητες με βάση θεματικά και χρονολογικά κριτήρια. Οι ενότητες είναι: Αρχιτεκτονικά γλυπτά και τμήματα αρχαϊκών κτιρίων. Παρουσιάζονται τα αετωματικά γλυπτά του Εκατόμπεδου και του Αρχαίου Ναού καθώς και τα μικρότερα πώρινα αετώματα από τα πρώτα ιερά της Ακρόπολης. Σημαντικά αναθηματικά γλυπτά νησιώτικων εργαστηρίων κυρίως Ναξιακών και Πάριων. Γλυπτά πρώιμων αττικών εργαστηρίων με επίκεντρο τον Μοσχοφόρο. Γλυπτά της μέσης αρχαϊκής περιόδου από την Αττική με κεντρικό έκθεμα την Πεπλοφόρο. Τα αναθήματα των Ιππέων με κεντρικό έκθεμα τον Ιππέα Ράμπλιν. Μνημειακά Αττικά έργα με επίκεντρο την Κόρη του Αντήνορα. Κόρες και άλλα έργα της ύστερης αρχαϊκής περιόδου και των πρώιμων κλασικών χρόνων. Σημαντικά μεταξύ αυτών, η Νίκη του Καλλιμάχου, ο Έφηβος του Κριτίου, η Κόρη του Ευθυδίκου, ο Ξανθός Έφηβος και το ανάγλυφο της Σκεπτόμενης Αθηνάς. Στο βορειοδυτικό τμήμα της αίθουσας βρίσκονται τα αντικείμενα που ακολουθούν την κατασκευή του Παρθενώνα και τα οποία ο επισκέπτης βλέπει μετά την αίθουσα του Παρθενώνα. Στην ενότητα των Προπυλαίων παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά μέλη από τα Προπύλαια και σχετικές επιγραφές Στην ενότητα της Αθηνάς Νίκης παρουσιάζονται τα γλυπτά του θωρακίου και της ζωφόρου του ναού. Στην ενότητα του Ερεχθείου παρουσιάζονται οι ζωφόροι, οι Καρυάτιδες και οι οικοδομικές επιγραφές του κτηρίου. Στην ενότητα των μεταπαρθενώνειων και μεταγενέστερων έργων εκτίθενται σύνολα έργων από την κλασική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Στο ανώτατο επίπεδο του μουσείου βρίσκεται η αίθουσα του Παρθενώνα, όπου εκτίθενται όλα τα σωζόμενα στην Αθήνα γλυπτά του μνημείου. Οι διαφανείς υαλοπίνακες επιτρέπουν την άμεση οπτική επαφή με το αρχιτεκτονικό μνημείο από το οποίο προέρχονται ενώ προσομοιάζουν τις αρχικές συνθήκες φωτισμού των γλυπτών. Από την αίθουσα αυτή είναι δυνατή η πανοραμική θέαση μεγάλου μέρους της Αθήνας. Ο επισκέπτης ανεβαίνει αρχικά στον πυρήνα της αίθουσας όπου παρουσιάζεται εποπτικό υλικό, επιγραφές και βίντεο σχετικά με τον Παρθενώνα, την κατασκευή και την ιστορία του μνημείου. Το δάπεδο αυτής της αίθουσας είναι διαφανές και επιτρέπει την θέαση και τον φωτισμό της αρχαιολογικής ανασκαφής του ισογείου. Η ζωφόρος του Παρθενώνα αναπτύσσεται σε ύψος 1.50μ. ενσωματωμένη στον κεντρικού πυρήνα του κτηρίου. Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη και την προσφορά του πέπλου στο ξόανο της Θεάς.Οι μετόπες του ναού αναρτήθηκαν σε ύψος 2.65μ. μεταξύ των ανοξείδωτων χαλύβδινων κιόνων που στηρίζουν την οροφή της αίθουσας. Οι μετόπες απεικονίζουν τις μυθικές μάχες θεών και ανθρώπων: Κενταυρομαχία, Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία και τον Τρωικό Πόλεμο.Τα αετώματα του ναού τοποθετήθηκαν σε χαμηλές βάσεις από τσιμέντο ώστε να είναι ορατά και τα έως τότε αθέατα μέρη των γλυπτών. Το ανατολικό παρουσιάζει την γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, παρουσία των άλλων θεών και ηρώων. Το δυτικό αέτωμα παρουσιάζει την διαμάχη Ποσειδώνα και Αθηνάς για την Αττική. Τα πρωτότυπα γλυπτά συνδυάζονται με εκμαγεία των γλυπτών που βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού.
2190 locals recommend
Acropolis Museum
15 Dionysiou Areopagitou
2190 locals recommend
Το Mουσείο Ακρόπολης είναι αρχαιολογικό μουσείο επικεντρωμένο στα ευρήματα του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης των Αθηνών. Το μουσείο κτίστηκε για να στεγάσει κάθε αντικείμενο που έχει βρεθεί πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και στους πρόποδές του καλύπτοντας μία ευρεία χρονική περίοδο από την Μυκηναϊκή περίοδο έως την Ρωμαϊκή και Παλαιοχριστιανική Αθήνα ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται πάνω στον αρχαιολογικό χώρο Μακρυγιάννη, κατάλοιπο των Ρωμαϊκών και πρώιμων βυζαντινών Αθηνών. Οι συλλογές του μουσείου εκτίθενται σε τέσσερα επίπεδα ενώ ένα πέμπτο στεγάζει τους βοηθητικούς χώρους όπως το εστιατόριο, το πωλητήριο και την αίθουσα επισήμων. Το επίπεδο της ανασκαφής βρίσκεται κάτω από το κτήριο του μουσείου και κατέστη επισκέψιμο στο τέλος του 2011. Στο πρώτο επίπεδο του μουσείου παρουσιάζονται τα ευρήματα των κλιτύων της Ακροπόλεως ενώ η μακριά ορθογώνια αίθουσα, το επικλινές δάπεδο και η κλίμακα στο τέλος της παραπέμπουν στην ανάβαση στον βράχο. Στη νότια πλευρά της αίθουσας παρουσιάζονται ευρήματα από τα σπίτια και τους τάφους των κατοίκων των κλιτύων της Ακρόπολης, γλυπτά από την Οικία του Πρόκλου, αναθήματα από τα μικρά ιερά της Οικίας της Πηγής, της Ουρανίας Αφροδίτης και του Έρωτα, του Πανός, της Αγλαύρου και του Απόλλωνα. Στη βόρεια πλευρά της αίθουσας εκτίθενται κεραμικά αγγεία, αναθηματικοί πίνακες και άλλα αφιερώματα από το ιερό της Νύμφης, καθώς και αναθήματα από το Ιερό του Ασκληπιού και το ιερό του Διονύσου. Στο δεύτερο επίπεδο, σε μια μεγάλη τραπεζοειδή αίθουσα, παρουσιάζονται αντικείμενα από την μυκηναϊκή ως την πρώιμη κλασική εποχή της Ακρόπολης. Στα βορειοανατολικά, αμέσως αριστερά από την κλίμακα βρίσκονται τα αντικείμενα από την μυκηναϊκή περίοδο, όταν ακόμη η Ακρόπολη ήταν τόπος κατοίκησης και λατρείας στην έδρα του τοπικού άρχοντα. Την μετατροπή της Ακρόπολης σε ιερό χώρο σηματοδοτεί το χάλκινο ακρωτήριο του πρώτου ναΐσκου της Αθηνάς Πολιάδος. Η έκθεση των αρχαϊκών έργων συγκροτείται από επτά ενότητες με βάση θεματικά και χρονολογικά κριτήρια. Οι ενότητες είναι: Αρχιτεκτονικά γλυπτά και τμήματα αρχαϊκών κτιρίων. Παρουσιάζονται τα αετωματικά γλυπτά του Εκατόμπεδου και του Αρχαίου Ναού καθώς και τα μικρότερα πώρινα αετώματα από τα πρώτα ιερά της Ακρόπολης. Σημαντικά αναθηματικά γλυπτά νησιώτικων εργαστηρίων κυρίως Ναξιακών και Πάριων. Γλυπτά πρώιμων αττικών εργαστηρίων με επίκεντρο τον Μοσχοφόρο. Γλυπτά της μέσης αρχαϊκής περιόδου από την Αττική με κεντρικό έκθεμα την Πεπλοφόρο. Τα αναθήματα των Ιππέων με κεντρικό έκθεμα τον Ιππέα Ράμπλιν. Μνημειακά Αττικά έργα με επίκεντρο την Κόρη του Αντήνορα. Κόρες και άλλα έργα της ύστερης αρχαϊκής περιόδου και των πρώιμων κλασικών χρόνων. Σημαντικά μεταξύ αυτών, η Νίκη του Καλλιμάχου, ο Έφηβος του Κριτίου, η Κόρη του Ευθυδίκου, ο Ξανθός Έφηβος και το ανάγλυφο της Σκεπτόμενης Αθηνάς. Στο βορειοδυτικό τμήμα της αίθουσας βρίσκονται τα αντικείμενα που ακολουθούν την κατασκευή του Παρθενώνα και τα οποία ο επισκέπτης βλέπει μετά την αίθουσα του Παρθενώνα. Στην ενότητα των Προπυλαίων παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά μέλη από τα Προπύλαια και σχετικές επιγραφές Στην ενότητα της Αθηνάς Νίκης παρουσιάζονται τα γλυπτά του θωρακίου και της ζωφόρου του ναού. Στην ενότητα του Ερεχθείου παρουσιάζονται οι ζωφόροι, οι Καρυάτιδες και οι οικοδομικές επιγραφές του κτηρίου. Στην ενότητα των μεταπαρθενώνειων και μεταγενέστερων έργων εκτίθενται σύνολα έργων από την κλασική εποχή ως την ύστερη αρχαιότητα και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Στο ανώτατο επίπεδο του μουσείου βρίσκεται η αίθουσα του Παρθενώνα, όπου εκτίθενται όλα τα σωζόμενα στην Αθήνα γλυπτά του μνημείου. Οι διαφανείς υαλοπίνακες επιτρέπουν την άμεση οπτική επαφή με το αρχιτεκτονικό μνημείο από το οποίο προέρχονται ενώ προσομοιάζουν τις αρχικές συνθήκες φωτισμού των γλυπτών. Από την αίθουσα αυτή είναι δυνατή η πανοραμική θέαση μεγάλου μέρους της Αθήνας. Ο επισκέπτης ανεβαίνει αρχικά στον πυρήνα της αίθουσας όπου παρουσιάζεται εποπτικό υλικό, επιγραφές και βίντεο σχετικά με τον Παρθενώνα, την κατασκευή και την ιστορία του μνημείου. Το δάπεδο αυτής της αίθουσας είναι διαφανές και επιτρέπει την θέαση και τον φωτισμό της αρχαιολογικής ανασκαφής του ισογείου. Η ζωφόρος του Παρθενώνα αναπτύσσεται σε ύψος 1.50μ. ενσωματωμένη στον κεντρικού πυρήνα του κτηρίου. Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων προς την Ακρόπολη και την προσφορά του πέπλου στο ξόανο της Θεάς.Οι μετόπες του ναού αναρτήθηκαν σε ύψος 2.65μ. μεταξύ των ανοξείδωτων χαλύβδινων κιόνων που στηρίζουν την οροφή της αίθουσας. Οι μετόπες απεικονίζουν τις μυθικές μάχες θεών και ανθρώπων: Κενταυρομαχία, Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία και τον Τρωικό Πόλεμο.Τα αετώματα του ναού τοποθετήθηκαν σε χαμηλές βάσεις από τσιμέντο ώστε να είναι ορατά και τα έως τότε αθέατα μέρη των γλυπτών. Το ανατολικό παρουσιάζει την γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία, παρουσία των άλλων θεών και ηρώων. Το δυτικό αέτωμα παρουσιάζει την διαμάχη Ποσειδώνα και Αθηνάς για την Αττική. Τα πρωτότυπα γλυπτά συνδυάζονται με εκμαγεία των γλυπτών που βρίσκονται σε μουσεία του εξωτερικού.
Το 1964 το Ελληνικό κράτος αποφάσισε την ίδρυση Πολεμικού Μουσείου. Με επικεφαλής τον Θουκιδίδη Βαλέντη, αρχιτέκτονα και καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και άλλους διακεκριμένους Έλληνες επιστήμονες, ξεκίνησε ο σχεδιασμός του Μουσείου. Στις 18 Ιουλίου 1975 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ εγκαινίασαν το μουσείο των Eνόπλων δυνάμεων. Το κτίριο, με στοιχεία χαρακτηριστικά του κινήματος του εκσυγχρονισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1950, συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο γνωστών κτιρίων της πόλης των Αθηνών. Σκοπός και αποστολή του είναι η συγκέντρωση, διαφύλαξη και έκθεση πολεμικών κειμηλίων, καθώς και η τεκμηρίωση και μελέτη της πολεμικής ιστορίας της Ελλάδος. Καλύπτει όλες της εποχές της πολεμικής δραστηριότητας από την πρώιμη εποχή του χαλκού μέχρι σήμερα. Το μουσείο λειτουργεί και ως χώρος εκπαίδευσης για σχολικές ξεναγήσεις. Το πολεμικό μουσείο της Αθήνας έχει ιδρύσει παραρτήματα στην Θεσσαλονίκη, στα Χανιά, στο Ναύπλιο και στην Τρίπολη. Στο Μουσείο λειτουργεί τμήμα έρευνας και μελέτης. Τμήμα συντήρησης με πέντε συνολικά εργαστήρια, ώστε να υπάρχει η καλύτερη και επιστημονικότερη συντήρηση, φροντίδα και επέμβαση των εκθεμάτων από διάφορες φθορές. Τα εργαστήρια, τα οποία αποτελούν το τμήμα συντήρησης, είναι: εργαστήριο μετάλλων, εργαστήριο όπλων, εργαστήριο χαρτών, εργαστήριο Πινάκων και εργαστήριο ζωγραφικής. Τμήμα διοργάνωσης περιοδικών εκθέσεων. Το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας διαθέτει συνεδριακό κέντρο, το οποίο αποτελείται από αμφιθέατρο, αίθουσα εκπαιδεύσεως, φουαγιέ και αίθριο χώρο. Σε αυτό κάθε χρόνο διοργανώνονται συνέδρια, σεμινάρια, εκθέσεις και δεξιώσεις. Το Ιστορικό αρχείο περιλαμβάνει συλλογή με 400 παλιούς χάρτες, προσωπικά αρχεία, αλληλογραφία, ημερολόγια στρατιωτικών και Ημερήσιες διαταγές μονάδων από τον 19ο και 20ο αιώνα. Το Φωτογραφικό αρχείο διαθέτει περισσότερες από είκοσι χιλιάδες φωτογραφίες από το 1897 έως και σήμερα. Κινηματογραφικό υλικό και βιβλιοθήκη. Στον εξωτερικό χώρο εκτίθενται πυροβόλα διαφόρων εποχών, καθώς και αεροσκάφη της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Στον εσωτερικό χώρο στεγάζει τη μόνιμη έκθεση συλλογής όπλων, δωρεά του Πέτρου Σαρόγλου, αξιωματικού του Ελληνικού πυροβολικού. Η συλλογή αποτελείται από όπλα διάφορων εποχών από όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα σπάνια και πολύτιμα με σημαντικότερα τα όπλα της Ελληνικής επανάστασης. Συλλογή από χάρτες και χαρακτικά κυρίως από τον Ελλαδικό χώρο. Εκθέματα από την Αρχαιότητα, που μαρτυρούν την παρουσία του ανθρώπου από τη Νεολιθική εποχή και την πρώιμη εποχή του χαλκού έως την κλασική αρχαιότητα. Ο επισκέπτης μπορεί να δει εκθέματα με θέμα τον Μέγα Αλέξανδρο, το Βυζάντιο, την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και την Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Παρουσιάζονται εκθέματα με θέμα τον Μακεδονικό αγώνα, τους Βαλκανικούς Πόλεμους, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Επίσης με θέμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις Συμμαχικές επιχειρήσεις, εκθέματα από το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα και αίθουσα με εκθέματα από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
145 locals recommend
Athens War Museum
2-4 Rizari
145 locals recommend
Το 1964 το Ελληνικό κράτος αποφάσισε την ίδρυση Πολεμικού Μουσείου. Με επικεφαλής τον Θουκιδίδη Βαλέντη, αρχιτέκτονα και καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και άλλους διακεκριμένους Έλληνες επιστήμονες, ξεκίνησε ο σχεδιασμός του Μουσείου. Στις 18 Ιουλίου 1975 ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ εγκαινίασαν το μουσείο των Eνόπλων δυνάμεων. Το κτίριο, με στοιχεία χαρακτηριστικά του κινήματος του εκσυγχρονισμού στα τέλη της δεκαετίας του 1950, συγκαταλέγεται μεταξύ των πιο γνωστών κτιρίων της πόλης των Αθηνών. Σκοπός και αποστολή του είναι η συγκέντρωση, διαφύλαξη και έκθεση πολεμικών κειμηλίων, καθώς και η τεκμηρίωση και μελέτη της πολεμικής ιστορίας της Ελλάδος. Καλύπτει όλες της εποχές της πολεμικής δραστηριότητας από την πρώιμη εποχή του χαλκού μέχρι σήμερα. Το μουσείο λειτουργεί και ως χώρος εκπαίδευσης για σχολικές ξεναγήσεις. Το πολεμικό μουσείο της Αθήνας έχει ιδρύσει παραρτήματα στην Θεσσαλονίκη, στα Χανιά, στο Ναύπλιο και στην Τρίπολη. Στο Μουσείο λειτουργεί τμήμα έρευνας και μελέτης. Τμήμα συντήρησης με πέντε συνολικά εργαστήρια, ώστε να υπάρχει η καλύτερη και επιστημονικότερη συντήρηση, φροντίδα και επέμβαση των εκθεμάτων από διάφορες φθορές. Τα εργαστήρια, τα οποία αποτελούν το τμήμα συντήρησης, είναι: εργαστήριο μετάλλων, εργαστήριο όπλων, εργαστήριο χαρτών, εργαστήριο Πινάκων και εργαστήριο ζωγραφικής. Τμήμα διοργάνωσης περιοδικών εκθέσεων. Το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας διαθέτει συνεδριακό κέντρο, το οποίο αποτελείται από αμφιθέατρο, αίθουσα εκπαιδεύσεως, φουαγιέ και αίθριο χώρο. Σε αυτό κάθε χρόνο διοργανώνονται συνέδρια, σεμινάρια, εκθέσεις και δεξιώσεις. Το Ιστορικό αρχείο περιλαμβάνει συλλογή με 400 παλιούς χάρτες, προσωπικά αρχεία, αλληλογραφία, ημερολόγια στρατιωτικών και Ημερήσιες διαταγές μονάδων από τον 19ο και 20ο αιώνα. Το Φωτογραφικό αρχείο διαθέτει περισσότερες από είκοσι χιλιάδες φωτογραφίες από το 1897 έως και σήμερα. Κινηματογραφικό υλικό και βιβλιοθήκη. Στον εξωτερικό χώρο εκτίθενται πυροβόλα διαφόρων εποχών, καθώς και αεροσκάφη της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Στον εσωτερικό χώρο στεγάζει τη μόνιμη έκθεση συλλογής όπλων, δωρεά του Πέτρου Σαρόγλου, αξιωματικού του Ελληνικού πυροβολικού. Η συλλογή αποτελείται από όπλα διάφορων εποχών από όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα σπάνια και πολύτιμα με σημαντικότερα τα όπλα της Ελληνικής επανάστασης. Συλλογή από χάρτες και χαρακτικά κυρίως από τον Ελλαδικό χώρο. Εκθέματα από την Αρχαιότητα, που μαρτυρούν την παρουσία του ανθρώπου από τη Νεολιθική εποχή και την πρώιμη εποχή του χαλκού έως την κλασική αρχαιότητα. Ο επισκέπτης μπορεί να δει εκθέματα με θέμα τον Μέγα Αλέξανδρο, το Βυζάντιο, την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και την Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Παρουσιάζονται εκθέματα με θέμα τον Μακεδονικό αγώνα, τους Βαλκανικούς Πόλεμους, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα. Επίσης με θέμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τις Συμμαχικές επιχειρήσεις, εκθέματα από το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδας στην Κορέα και αίθουσα με εκθέματα από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι μουσείο στην Αθήνα το οποίο ασχολείται με τη στέγαση αντικειμένων και προβολή των αρχαίων πολιτισμών των Κυκλάδων και της Κύπρου. Τα σημαντικότερα εκθέματά του είναι τέχνεργα του Κυκλαδίτικου πολιτισμού από την 3η χιλιετία π.Χ. Το μουσείο ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1986, ώστε να στεγάσει τη συλλογή κυκλαδικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης του Νικόλαου Γουλανδρή και της Ντόλλης Γουλανδρή, οι οποίοι άρχισαν να αποκτούν τα τέχνεργα με την άδεια των αρχών από τη δεκαετία του 1960. Η συλλογή αυτή συμπεριελαμβάνε πολλά σπάνια αντικείμενα κυκλαδικής τέχνης. Μετά την ίδρυση του μουσείου, η συλλογή αυξάνει από δωρεές και αγορές τέχνεργων. Το 2002 ο Θάνος Ζιντίλης δώρησε την μεγάλη συλλογή του κυπριακών αρχαιοτήτων, μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές. Σήμερα στο μουσείο εκθέτονται περίπου 350 σημαντικά έργα κυκλαδικής τέχνης.
527 locals recommend
Museum of Cycladic Art
4 Neofitou Douka
527 locals recommend
Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι μουσείο στην Αθήνα το οποίο ασχολείται με τη στέγαση αντικειμένων και προβολή των αρχαίων πολιτισμών των Κυκλάδων και της Κύπρου. Τα σημαντικότερα εκθέματά του είναι τέχνεργα του Κυκλαδίτικου πολιτισμού από την 3η χιλιετία π.Χ. Το μουσείο ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 1986, ώστε να στεγάσει τη συλλογή κυκλαδικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης του Νικόλαου Γουλανδρή και της Ντόλλης Γουλανδρή, οι οποίοι άρχισαν να αποκτούν τα τέχνεργα με την άδεια των αρχών από τη δεκαετία του 1960. Η συλλογή αυτή συμπεριελαμβάνε πολλά σπάνια αντικείμενα κυκλαδικής τέχνης. Μετά την ίδρυση του μουσείου, η συλλογή αυξάνει από δωρεές και αγορές τέχνεργων. Το 2002 ο Θάνος Ζιντίλης δώρησε την μεγάλη συλλογή του κυπριακών αρχαιοτήτων, μια από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές. Σήμερα στο μουσείο εκθέτονται περίπου 350 σημαντικά έργα κυκλαδικής τέχνης.
Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας είναι μουσείο φυσικής ιστορίας στην Κηφισιά, βόρειο προάστιο της Αθήνας. Ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή και ήταν το πρώτο μουσείο φυσικής ιστορίας που ιδρύθηκε στην Ελλάδα. Στεγάζεται σε νεοκλασικό σπίτι του 1875 το οποίο τροποποιήθηκε ώστε να στεγάσει το μουσείο, ενώ το 2001 εγκαινιάστηκε το κέντρο «Γαία», επέκταση του αρχικού κτιρίου. Σκοπός της δημιουργίας του ήταν η προώθηση των φυσικών επιστημών και της ευαισθητοποίησης του ανθρώπου για την άγρια ζωή. Ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείο βρίσκονται βοτανικά εκθέματα, έντομα, θηλαστικά και πτηνά κατανεμημένα σε διαφόρους βιοτόπους, ερπετά και αμφίβια μαλάκια, δείγματα ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων, από Ελλάδα αλλά και παγκόσμιας. Στο κέντρο «Γαία» λειτουργούν επιστημονικά εργαστήρια, ενώ βρίσκεται αμφιθέατρο και συνεδριακές εγκαταστάσεις, καθώς και η Γεώσφαιρα και διαδραστικά εκθέματα σχετικά με τα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, η διαχείριση των φυσικών πόρων και οι τροφές.
61 locals recommend
Goulandris Natural History Museum
13 Levidou
61 locals recommend
Το Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας είναι μουσείο φυσικής ιστορίας στην Κηφισιά, βόρειο προάστιο της Αθήνας. Ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο και τη Νίκη Γουλανδρή και ήταν το πρώτο μουσείο φυσικής ιστορίας που ιδρύθηκε στην Ελλάδα. Στεγάζεται σε νεοκλασικό σπίτι του 1875 το οποίο τροποποιήθηκε ώστε να στεγάσει το μουσείο, ενώ το 2001 εγκαινιάστηκε το κέντρο «Γαία», επέκταση του αρχικού κτιρίου. Σκοπός της δημιουργίας του ήταν η προώθηση των φυσικών επιστημών και της ευαισθητοποίησης του ανθρώπου για την άγρια ζωή. Ανάμεσα στα εκθέματα του μουσείο βρίσκονται βοτανικά εκθέματα, έντομα, θηλαστικά και πτηνά κατανεμημένα σε διαφόρους βιοτόπους, ερπετά και αμφίβια μαλάκια, δείγματα ορυκτών, πετρωμάτων και απολιθωμάτων, από Ελλάδα αλλά και παγκόσμιας. Στο κέντρο «Γαία» λειτουργούν επιστημονικά εργαστήρια, ενώ βρίσκεται αμφιθέατρο και συνεδριακές εγκαταστάσεις, καθώς και η Γεώσφαιρα και διαδραστικά εκθέματα σχετικά με τα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη, όπως η ενέργεια, οι μεταφορές, η διαχείριση των φυσικών πόρων και οι τροφές.
Το Ευγενίδειο Πλανητάριο είναι μέρος του Ιδρύματος Ευγενίδου το οποίο δημιουργήθηκε με την διαθήκη του αείμνηστου εθνικού ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη το 1954. Είναι ένας κοινωφελής μη κερδοσκοπικός οργανισμός που υλοποιεί εδώ και πάνω από 50 χρόνια το όραμα του Ευγενίδη «να συμβάλει εις την εκπαίδευσιν νέων ελληνικής ιθαγενείας εν τω επιστημονικώ και τεχνικώ πεδίω» χωρίς καμιά επιδότηση από την Πολιτεία. Ο Ευγενίδης και οι επίγονοί του, φρόντισαν να εξασφαλίσουν το μέλλον και τις δραστηριότητες του Ιδρύματος διαθέτοντας μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για τον σκοπό αυτόν. Το Πλανητάριο ξεκίνησε να λειτουργεί σε μια αίθουσα με 240 θέσεις, κάτω από έναν ημισφαιρικό θόλο διαμέτρου 15 μέτρων και ύψους 10,5 μέτρων. Το κύριο προβολικό του σύστημα ήταν ο «Παγκόσμιος Προβολέας Mark IV» της εταιρείας Zeiss, ένα όργανο που αποτελείται από 29.000 εξαρτήματα, και έφερε επάνω του 150 μικρότερα προβολικά συστήματα. Ο Προβολέας, με ύψος 6 μέτρων και βάρος 2,5 τόνους, είχε τη δυνατότητα μεταξύ άλλων να προβάλλει περισσότερα από τα άστρα που μπορεί να δει το αβοήθητο μάτι (8.900 άστρα), να παρακολουθεί τις κινήσεις των πλανητών και την αλλαγή του ουράνιου θόλου από οποιοδήποτε σημείο της Γης, καθώς και διάφορα άλλα ουράνια φαινόμενα. Το 2003, στο παλαιό κτιριακό συγκρότημα προστέθηκαν δύο νέες πτέρυγες εκ των οποίων η μία περιλαμβάνει το Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο, το μεγαλύτερο και καλύτερα εξοπλισμένο ψηφιακό Πλανητάριο σε Ευρώπη και Αμερική, με επιφάνεια της θολωτής του οθόνης ίση με δυόμιση γήπεδα του μπάσκετ. Ένας τέτοιος υπερσύγχρονος τεχνολογικά χώρος είναι το καταλληλότερο μέσο για να φέρει την επιστήμη και την τεχνολογία πιο κοντά στον μέσο άνθρωπο, αφού ως βασική επιδίωξή του έχει την ποιοτική βελτίωση της επιστημονικής επιμόρφωσης στην Ελλάδα και την όσο το δυνατόν ευρύτερη διάχυση των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων του ανθρώπου. Με την εγκαινίασή του το Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα ψηφιακά Πλανητάρια στον κόσμο. Το νέο Πλανητάριο έχει χωρητικότητα 280 θέσεων και θόλο-οθόνη, διαμέτρου 25 μέτρων περίπου και επιφάνεια μεγαλύτερη των 950 τ.μ., ενώ υποστηρίζεται επί πλέον από ηχητικό σύστημα υψηλών προδιαγραφών (40.000 watt και 44 ηχεία). Τα χαρακτηριστικά αυτά αλλά και το γεγονός ότι το επίπεδο του χώρου είναι κεκλιμένο αμφιθεατρικά κατά 23,5 μοίρες, δημιουργούν στο θεατή μια μοναδική εμπειρία. Χάρη στην πληθώρα των νέων οπτικοπροβολικών συστημάτων που περιλαμβάνει, έχει την δυνατότητα παρουσίασης εκατομμυρίων άστρων και γαλαξιών έτσι όπως φαίνονται από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη μας, του ηλιακού συστήματος αλλά επί πλέον και από οποιοδήποτε άλλο άστρο σε απόσταση εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη. Η ευκρίνεια, η φωτεινότητα της εικόνας και το τεράστιο μέγεθος της οθόνης, δημιουργούν στο θεατή την αίσθηση ότι «εμβαπτίζεται» πραγματικά στο προβαλλόμενο περιβάλλον.
Planētario
Το Ευγενίδειο Πλανητάριο είναι μέρος του Ιδρύματος Ευγενίδου το οποίο δημιουργήθηκε με την διαθήκη του αείμνηστου εθνικού ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη το 1954. Είναι ένας κοινωφελής μη κερδοσκοπικός οργανισμός που υλοποιεί εδώ και πάνω από 50 χρόνια το όραμα του Ευγενίδη «να συμβάλει εις την εκπαίδευσιν νέων ελληνικής ιθαγενείας εν τω επιστημονικώ και τεχνικώ πεδίω» χωρίς καμιά επιδότηση από την Πολιτεία. Ο Ευγενίδης και οι επίγονοί του, φρόντισαν να εξασφαλίσουν το μέλλον και τις δραστηριότητες του Ιδρύματος διαθέτοντας μεγάλο μέρος της περιουσίας τους για τον σκοπό αυτόν. Το Πλανητάριο ξεκίνησε να λειτουργεί σε μια αίθουσα με 240 θέσεις, κάτω από έναν ημισφαιρικό θόλο διαμέτρου 15 μέτρων και ύψους 10,5 μέτρων. Το κύριο προβολικό του σύστημα ήταν ο «Παγκόσμιος Προβολέας Mark IV» της εταιρείας Zeiss, ένα όργανο που αποτελείται από 29.000 εξαρτήματα, και έφερε επάνω του 150 μικρότερα προβολικά συστήματα. Ο Προβολέας, με ύψος 6 μέτρων και βάρος 2,5 τόνους, είχε τη δυνατότητα μεταξύ άλλων να προβάλλει περισσότερα από τα άστρα που μπορεί να δει το αβοήθητο μάτι (8.900 άστρα), να παρακολουθεί τις κινήσεις των πλανητών και την αλλαγή του ουράνιου θόλου από οποιοδήποτε σημείο της Γης, καθώς και διάφορα άλλα ουράνια φαινόμενα. Το 2003, στο παλαιό κτιριακό συγκρότημα προστέθηκαν δύο νέες πτέρυγες εκ των οποίων η μία περιλαμβάνει το Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο, το μεγαλύτερο και καλύτερα εξοπλισμένο ψηφιακό Πλανητάριο σε Ευρώπη και Αμερική, με επιφάνεια της θολωτής του οθόνης ίση με δυόμιση γήπεδα του μπάσκετ. Ένας τέτοιος υπερσύγχρονος τεχνολογικά χώρος είναι το καταλληλότερο μέσο για να φέρει την επιστήμη και την τεχνολογία πιο κοντά στον μέσο άνθρωπο, αφού ως βασική επιδίωξή του έχει την ποιοτική βελτίωση της επιστημονικής επιμόρφωσης στην Ελλάδα και την όσο το δυνατόν ευρύτερη διάχυση των επιστημονικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων του ανθρώπου. Με την εγκαινίασή του το Νέο Ψηφιακό Πλανητάριο θεωρείται ως ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα ψηφιακά Πλανητάρια στον κόσμο. Το νέο Πλανητάριο έχει χωρητικότητα 280 θέσεων και θόλο-οθόνη, διαμέτρου 25 μέτρων περίπου και επιφάνεια μεγαλύτερη των 950 τ.μ., ενώ υποστηρίζεται επί πλέον από ηχητικό σύστημα υψηλών προδιαγραφών (40.000 watt και 44 ηχεία). Τα χαρακτηριστικά αυτά αλλά και το γεγονός ότι το επίπεδο του χώρου είναι κεκλιμένο αμφιθεατρικά κατά 23,5 μοίρες, δημιουργούν στο θεατή μια μοναδική εμπειρία. Χάρη στην πληθώρα των νέων οπτικοπροβολικών συστημάτων που περιλαμβάνει, έχει την δυνατότητα παρουσίασης εκατομμυρίων άστρων και γαλαξιών έτσι όπως φαίνονται από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη μας, του ηλιακού συστήματος αλλά επί πλέον και από οποιοδήποτε άλλο άστρο σε απόσταση εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη. Η ευκρίνεια, η φωτεινότητα της εικόνας και το τεράστιο μέγεθος της οθόνης, δημιουργούν στο θεατή την αίσθηση ότι «εμβαπτίζεται» πραγματικά στο προβαλλόμενο περιβάλλον.
H Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου[1] ή Εθνική Πινακοθήκη (ονομασία ίδρυσης) είναι μουσείο εικαστικών τεχνών που ιδρύθηκε το 1900, βρίσκεται στην Αθήνα και καλύπτει την περίοδο καλλιτεχνικής δημιουργίας στον ελληνικό χώρο από τα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα. Οργανικά συνδεδεμένη με την Εθνική Γλυπτοθήκη, αποτελεί την μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή νεοελληνικής τέχνης, με συγκεντρωμένα περισσότερα από 15.000 έργα.
122 locals recommend
National Gallery
50 Michalakopoulou
122 locals recommend
H Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου[1] ή Εθνική Πινακοθήκη (ονομασία ίδρυσης) είναι μουσείο εικαστικών τεχνών που ιδρύθηκε το 1900, βρίσκεται στην Αθήνα και καλύπτει την περίοδο καλλιτεχνικής δημιουργίας στον ελληνικό χώρο από τα μεταβυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα. Οργανικά συνδεδεμένη με την Εθνική Γλυπτοθήκη, αποτελεί την μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή νεοελληνικής τέχνης, με συγκεντρωμένα περισσότερα από 15.000 έργα.
Το θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ» (Θ/Κ «Γ. Αβέρωφ») είναι ιστορικό πλοίο της νεότερης Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται ως θωρηκτό, είναι θωρακισμένο καταδρομικό, κλάσης ΠΙΖΑ (ήταν ακριβές αντίγραφο του ιταλικού θωρακισμένου καταδρομικού «Pisa» που είχε ναυπηγηθεί το 1907 με βάση σχέδιο του ναυπηγού Ιωσήφ Ορλάντο), το οποίο ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία του Oρλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας την περίοδο 1908 - 1911, και εντάχθηκε στο τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.[1] Η τότε κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη δαπάνησε 23.650.000 χρυσές δρχ. για την απόκτησή του. Τα 8.000.000 χρυσές δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης), στην οποία όριζε ότι το ποσό αυτό διατίθεται για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου που θα φέρει το όνομά του και θα χρησιμοποιείται ως Εκπαιδευτικό πλοίο και «Σχολή Ναυτικών Δοκίμων». Το υπόλοιπο ποσό (15.650.000 χρυσές δραχμές) καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου. Πρόκειται για το μοναδικό δείγμα του τύπου (θωρακισμένο καταδρομικό) που διατηρείται στον κόσμο ως σήμερα.
30 locals recommend
Museum Ship Averof
30 locals recommend
Το θωρακισμένο καταδρομικό «Γεώργιος Αβέρωφ» (Θ/Κ «Γ. Αβέρωφ») είναι ιστορικό πλοίο της νεότερης Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται ως θωρηκτό, είναι θωρακισμένο καταδρομικό, κλάσης ΠΙΖΑ (ήταν ακριβές αντίγραφο του ιταλικού θωρακισμένου καταδρομικού «Pisa» που είχε ναυπηγηθεί το 1907 με βάση σχέδιο του ναυπηγού Ιωσήφ Ορλάντο), το οποίο ναυπηγήθηκε στα ναυπηγεία του Oρλάντο στο Λιβόρνο της Ιταλίας την περίοδο 1908 - 1911, και εντάχθηκε στο τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.[1] Η τότε κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη δαπάνησε 23.650.000 χρυσές δρχ. για την απόκτησή του. Τα 8.000.000 χρυσές δρχ. προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς του Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899 (χρονολογία δημοσίευσης της διαθήκης), στην οποία όριζε ότι το ποσό αυτό διατίθεται για την ναυπήγηση πολεμικού πλοίου που θα φέρει το όνομά του και θα χρησιμοποιείται ως Εκπαιδευτικό πλοίο και «Σχολή Ναυτικών Δοκίμων». Το υπόλοιπο ποσό (15.650.000 χρυσές δραχμές) καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου. Πρόκειται για το μοναδικό δείγμα του τύπου (θωρακισμένο καταδρομικό) που διατηρείται στον κόσμο ως σήμερα.
Στον τερματικό σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, στον Πειραιά, βρίσκεται το Μουσείο που εκθέτει αντικείμενα της ιστορίας των τρένων, των λεωφορείων και του τραμ, στην Αθήνα και τον Πειραιά. Το εντυπωσιακότερο ίσως από τα εκθέματα που μπορεί να δει ο επισκέπτης είναι ένα αυτούσιο ξύλινο βαγόνι, που αναπαλαιώθηκε και τοποθετήθηκε στο ισόγειο του Μουσείου. Δεκάδες άλλα μικρά και μεγάλα αντικείμενα τραβούν το βλέμμα, από σηματοδότες και ηλεκτρικούς πίνακες, μέχρι στολές της εποχής και λεπτομερείς μακέτες.
6 locals recommend
Electric Railway Museum
275 Akti Kallimasioti
6 locals recommend
Στον τερματικό σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, στον Πειραιά, βρίσκεται το Μουσείο που εκθέτει αντικείμενα της ιστορίας των τρένων, των λεωφορείων και του τραμ, στην Αθήνα και τον Πειραιά. Το εντυπωσιακότερο ίσως από τα εκθέματα που μπορεί να δει ο επισκέπτης είναι ένα αυτούσιο ξύλινο βαγόνι, που αναπαλαιώθηκε και τοποθετήθηκε στο ισόγειο του Μουσείου. Δεκάδες άλλα μικρά και μεγάλα αντικείμενα τραβούν το βλέμμα, από σηματοδότες και ηλεκτρικούς πίνακες, μέχρι στολές της εποχής και λεπτομερείς μακέτες.

Αξιοθέατα

Η Πλάκα είναι συνοικία στο κέντρο της Αθήνας κάτω από την Ακρόπολη. Συνορεύει νότια με την συνοικία Μακρυγιάννη, ανατολικά με την περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός και του Ζαππείου, βόρεια με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και δυτικά με το Μοναστηράκι. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Είναι γνωστή και ως «Συνοικία των Θεών».[1][2][3] Μεταπολεμικά, τα κτίσματα της Πλάκας κρίθηκαν διατηρητέα στο σύνολό τους, με αποτέλεσμα η Πλάκα να αποτελεί τη μοναδική συνοικία της Αθήνας που σε τέτοια έκταση μπορεί κάποιος να δει την πόλη όπως ήταν πριν 100 χρόνια. Στην περιοχή λειτουργούν μουσεία, ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες και καταστήματα με τουριστικά είδη, ενώ σώζονται κτίρια διάσημων πολιτών της παλιάς Αθήνας. Στο τμήμα της Πλάκας προς την Ακρόπολη υπάρχουν τα Αναφιώτικα. Πρόκειται για μια συνοικία σε κυκλαδίτικο ρυθμό, που κατασκευάστηκε από Αναφιώτες οικοδόμους, οι οποίοι, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αναζητούσαν μια συνοικία να κτίσουν τα σπίτια τους, αφού στην υπόλοιπη Αθήνα το κόστος ενοικίασης ή αγοράς γης ήταν ακριβό γι' αυτούς. Παρόμοιες περιοχές, στις οποίες οι εσωτερικοί μετανάστες μετέφεραν την αρχιτεκτονική του τόπου καταγωγής τους, υπήρξαν και αλλού στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν από την οικοδομική αναμόρφωση στο πέρασμα των χρόνων. Η Πλάκα αναπτύχθηκε κυρίως γύρω από τα ερείπια της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, σε μια περιοχή που ήταν συνεχόμενα κατοικημένη από την προϊστορία. Κατά τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Πλάκα ως η πιο αρχοντική περιοχή ήταν η τουρκική συνοικία της Αθήνας [4] και η έδρα του Βοεβόδα (κυβερνήτη). Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Πλάκα όπως και η υπόλοιπη Αθήνα, εγκαταλείφθηκε προσωρινά από τους κατοίκους της λόγω των μαχών και της πολιορκίας της Ακρόπολης που έλαβαν χώρα εκεί το 1826. Η περιοχή ανακατασκευάστηκε κατά τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του βασιλιά Όθωνα. Η Πλάκα είχε μια αρκετά μεγάλη κοινότητα Αρβανιτών μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να την αναφέρουν ως την "Αρβανίτικη συνοικία της Αθήνας". [5][6][7] Την ίδια περίοδο τα Αναφιώτικα, με παραδοσιακή κυκλαδική αρχιτεκτονική, χτίστηκαν κοντά στην Πλάκα από έποικους από το νησί της Ανάφης του Αιγαίου. [8] Το 1884 μια πυρκαγιά που προκλήθηκε από εμπρησμό κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της γειτονιάς, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να πραγματοποιήσουν ανασκαφές στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Ανασκαφές συνεχίζονται στην περιοχή μέχρι και σήμερα. Την Πλάκα επισκέπτονται εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες το χρόνο [9] και υπόκειται σε αυστηρούς κανονισμούς πολεοδομίας. Είναι η μοναδική γειτονιά της Αθήνας όπου όλες οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (νερό, ρεύμα, καλωδιακή τηλεόραση, τηλέφωνο, διαδίκτυο και αποχέτευση), παρέχονται από υπόγειες, ειδικά κατασκευασμένες σήραγγες για να μην επηρεάζουν τον γραφικό χαρακτήρα της. Στη Πλάκα βρίσκονται σήμερα πολλά μουσεία και χώροι πολιτισμού (όπως θέατρα). Κάποια από τα μουσεία που βρίσκονται στη Πλάκα είναι το το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, το Μουσείο Φρυσίρα, το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου και η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ. Με την αστική ανάπτυξη του 19ου αιώνα και την ανακάλυψη των αρχαίων μνημείων, τα σπίτια γύρω από την Αρχαία Αγορά σταδιακά απαλλοτριώθηκαν και έτσι ο αρχαιολογικός χώρος καθάρισε από μεταγενέστερα κτήρια και έγινε ένα σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο που βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης πόλης, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Η εισροή των τουριστών συντέλεσε στη διατήρηση του χαρακτήρα της Πλάκας και στην προστασία της από την "εξέλιξη" της υπόλοιπης πόλης: Πολλά από τα παλιά σπίτια και τα γραφικά δρομάκια της συνοικίας γλίτωσαν από τις μαζικές κατεδάφισεις προς όφελος της σύγχρονης ελληνικής πολυκατοικίας. Στα μνημειώδη κτήρια της οθωνικής εποχής, οι αρχιτέκτονες καινοτομούν με την οικοδόμηση προσόψεων με τοίχους διάτρητους από μεγάλα παράθυρα διακοσμημένα με γείσα, αετώματα και μπαλκόνια από σφυρήλατο σίδερο. Τα νέα αυτά σπίτια αυτά ήταν ένας ευρωπαϊκός άνεμος προόδου στην πόλη και επέφεραν μια αλλαγή στον τρόπο ζωής και σκέψης των Αθηναίων, οι οποίοι μέχρι τότε ήταν συνηθισμένοι σε ανατολίτικα οθωμανικά κτίσματα. Κοντά στην Πλάκα βρίσκονται οι σταθμοί του μετρό Ακρόπολη, Σύνταγμα και Μοναστηράκι καθώς και οι στάσεις του τραμ Σύνταγμα και Ζάππειο, ενώ πλήθος γραμμών λεωφορείων και τρόλεϊ που περνούν από το κέντρο της Αθήνας εξυπηρετούν τις συγκοινωνιακές ανάγκες της περιοχής.
1301 locals recommend
Plaka
24 Mnisikleous
1301 locals recommend
Η Πλάκα είναι συνοικία στο κέντρο της Αθήνας κάτω από την Ακρόπολη. Συνορεύει νότια με την συνοικία Μακρυγιάννη, ανατολικά με την περιοχή των Στύλων του Ολυμπίου Διός και του Ζαππείου, βόρεια με το εμπορικό κέντρο της Αθήνας και δυτικά με το Μοναστηράκι. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. Είναι γνωστή και ως «Συνοικία των Θεών».[1][2][3] Μεταπολεμικά, τα κτίσματα της Πλάκας κρίθηκαν διατηρητέα στο σύνολό τους, με αποτέλεσμα η Πλάκα να αποτελεί τη μοναδική συνοικία της Αθήνας που σε τέτοια έκταση μπορεί κάποιος να δει την πόλη όπως ήταν πριν 100 χρόνια. Στην περιοχή λειτουργούν μουσεία, ταβέρνες, εστιατόρια, καφετέριες και καταστήματα με τουριστικά είδη, ενώ σώζονται κτίρια διάσημων πολιτών της παλιάς Αθήνας. Στο τμήμα της Πλάκας προς την Ακρόπολη υπάρχουν τα Αναφιώτικα. Πρόκειται για μια συνοικία σε κυκλαδίτικο ρυθμό, που κατασκευάστηκε από Αναφιώτες οικοδόμους, οι οποίοι, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αναζητούσαν μια συνοικία να κτίσουν τα σπίτια τους, αφού στην υπόλοιπη Αθήνα το κόστος ενοικίασης ή αγοράς γης ήταν ακριβό γι' αυτούς. Παρόμοιες περιοχές, στις οποίες οι εσωτερικοί μετανάστες μετέφεραν την αρχιτεκτονική του τόπου καταγωγής τους, υπήρξαν και αλλού στην Αθήνα, αλλά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν από την οικοδομική αναμόρφωση στο πέρασμα των χρόνων. Η Πλάκα αναπτύχθηκε κυρίως γύρω από τα ερείπια της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, σε μια περιοχή που ήταν συνεχόμενα κατοικημένη από την προϊστορία. Κατά τα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Πλάκα ως η πιο αρχοντική περιοχή ήταν η τουρκική συνοικία της Αθήνας [4] και η έδρα του Βοεβόδα (κυβερνήτη). Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Πλάκα όπως και η υπόλοιπη Αθήνα, εγκαταλείφθηκε προσωρινά από τους κατοίκους της λόγω των μαχών και της πολιορκίας της Ακρόπολης που έλαβαν χώρα εκεί το 1826. Η περιοχή ανακατασκευάστηκε κατά τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του βασιλιά Όθωνα. Η Πλάκα είχε μια αρκετά μεγάλη κοινότητα Αρβανιτών μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, γεγονός που οδήγησε ορισμένους να την αναφέρουν ως την "Αρβανίτικη συνοικία της Αθήνας". [5][6][7] Την ίδια περίοδο τα Αναφιώτικα, με παραδοσιακή κυκλαδική αρχιτεκτονική, χτίστηκαν κοντά στην Πλάκα από έποικους από το νησί της Ανάφης του Αιγαίου. [8] Το 1884 μια πυρκαγιά που προκλήθηκε από εμπρησμό κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της γειτονιάς, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να πραγματοποιήσουν ανασκαφές στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Ανασκαφές συνεχίζονται στην περιοχή μέχρι και σήμερα. Την Πλάκα επισκέπτονται εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες το χρόνο [9] και υπόκειται σε αυστηρούς κανονισμούς πολεοδομίας. Είναι η μοναδική γειτονιά της Αθήνας όπου όλες οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας (νερό, ρεύμα, καλωδιακή τηλεόραση, τηλέφωνο, διαδίκτυο και αποχέτευση), παρέχονται από υπόγειες, ειδικά κατασκευασμένες σήραγγες για να μην επηρεάζουν τον γραφικό χαρακτήρα της. Στη Πλάκα βρίσκονται σήμερα πολλά μουσεία και χώροι πολιτισμού (όπως θέατρα). Κάποια από τα μουσεία που βρίσκονται στη Πλάκα είναι το το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης, το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, το Μουσείο Φρυσίρα, το Μουσείο Παύλου και Αλεξάνδρας Κανελλοπούλου και η Οικία Κλεάνθη - Σάουμπερτ. Με την αστική ανάπτυξη του 19ου αιώνα και την ανακάλυψη των αρχαίων μνημείων, τα σπίτια γύρω από την Αρχαία Αγορά σταδιακά απαλλοτριώθηκαν και έτσι ο αρχαιολογικός χώρος καθάρισε από μεταγενέστερα κτήρια και έγινε ένα σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο που βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης πόλης, στους πρόποδες της Ακρόπολης. Η εισροή των τουριστών συντέλεσε στη διατήρηση του χαρακτήρα της Πλάκας και στην προστασία της από την "εξέλιξη" της υπόλοιπης πόλης: Πολλά από τα παλιά σπίτια και τα γραφικά δρομάκια της συνοικίας γλίτωσαν από τις μαζικές κατεδάφισεις προς όφελος της σύγχρονης ελληνικής πολυκατοικίας. Στα μνημειώδη κτήρια της οθωνικής εποχής, οι αρχιτέκτονες καινοτομούν με την οικοδόμηση προσόψεων με τοίχους διάτρητους από μεγάλα παράθυρα διακοσμημένα με γείσα, αετώματα και μπαλκόνια από σφυρήλατο σίδερο. Τα νέα αυτά σπίτια αυτά ήταν ένας ευρωπαϊκός άνεμος προόδου στην πόλη και επέφεραν μια αλλαγή στον τρόπο ζωής και σκέψης των Αθηναίων, οι οποίοι μέχρι τότε ήταν συνηθισμένοι σε ανατολίτικα οθωμανικά κτίσματα. Κοντά στην Πλάκα βρίσκονται οι σταθμοί του μετρό Ακρόπολη, Σύνταγμα και Μοναστηράκι καθώς και οι στάσεις του τραμ Σύνταγμα και Ζάππειο, ενώ πλήθος γραμμών λεωφορείων και τρόλεϊ που περνούν από το κέντρο της Αθήνας εξυπηρετούν τις συγκοινωνιακές ανάγκες της περιοχής.
Το Ζάππειον Μέγαρο, ή απλά Ζάππειο, είναι ένα από τα σημαντικότερα κτήρια της Αθήνας. Βρίσκεται νότια του Εθνικού Κήπου και των παλαιών Ανακτόρων και δυτικά του Παναθηναϊκού Σταδίου. Η ανέγερσή του χρηματοδοτήθηκε από τον εθνικό ευεργέτη Ευαγγέλη Ζάππα και ολοκληρώθηκε το 1888. Το νεοκλασικό μέγαρο είναι συνυφασμένο με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Σήμερα λειτουργεί ως συνεδριακό και εκθεσιακό κέντρο. Το Ζάππειο έχει περίπου 25 δωμάτια (97 μ² με 984 μ²). Η αρχική χρήση του κτηρίου και του προαύλιου χώρου ήταν για τα «Νέα Ολύμπια», μια γεωργική, τεχνική και βιομηχανική έκθεση που ορίστηκε να πραγματοποιείται ανά τετραετία στο Ζάππειο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης, από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και από τις εγκαταστάσεις του εξέπεμπε από το 1938 ο κρατικός ραδιοσταθμός Αθηνών. Οι εκπομπές παράγονταν στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου, ενώ χρησιμοποιήθηκε η κεραία μεσαίων των Λιοσίων. Χρησιμοποιήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για τους αγώνες ξιφασκίας. Στη Μεσολυμπιάδα του 1906 χρησιμοποιήθηκε σαν Ολυμπιακό χωριό ενώ στους Ολυμπιακούς του 2004 αποτέλεσε κέντρο τύπου και εκδηλώσεων. Πολλά ιστορικά γεγονότα πραγματοποιήθηκαν στο Ζάππειο με αποκορύφωμα την ιστορική υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ) τη 1η Ιανουαρίου του 1981 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επίσης μετά από τη μεταπολίτευση το Ζάππειο αποτέλεσε το κέντρο τύπου σε όλες τις Γενικές Εκλογές της χώρας όπου οι νικητές και οι ηττημένοι των εκλογών δίνουν την καθιερωμένη συνέντευξη μετά το τέλος των εκλογών. Ο χώρος του Ζαππείου χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται για διάφορες εκθέσεις και τελετές. Ιδιαίτερα γνωστό και αγαπητό στους Αθηναίους όλων των γενεών είναι το αναψυκτήριο Αίγλη του Ζαππείου, που έχει ιστορία πολλών δεκαετιών.
192 locals recommend
Zappio
192 locals recommend
Το Ζάππειον Μέγαρο, ή απλά Ζάππειο, είναι ένα από τα σημαντικότερα κτήρια της Αθήνας. Βρίσκεται νότια του Εθνικού Κήπου και των παλαιών Ανακτόρων και δυτικά του Παναθηναϊκού Σταδίου. Η ανέγερσή του χρηματοδοτήθηκε από τον εθνικό ευεργέτη Ευαγγέλη Ζάππα και ολοκληρώθηκε το 1888. Το νεοκλασικό μέγαρο είναι συνυφασμένο με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Σήμερα λειτουργεί ως συνεδριακό και εκθεσιακό κέντρο. Το Ζάππειο έχει περίπου 25 δωμάτια (97 μ² με 984 μ²). Η αρχική χρήση του κτηρίου και του προαύλιου χώρου ήταν για τα «Νέα Ολύμπια», μια γεωργική, τεχνική και βιομηχανική έκθεση που ορίστηκε να πραγματοποιείται ανά τετραετία στο Ζάππειο. Χρησιμοποιήθηκε επίσης, από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και από τις εγκαταστάσεις του εξέπεμπε από το 1938 ο κρατικός ραδιοσταθμός Αθηνών. Οι εκπομπές παράγονταν στους ραδιοθαλάμους του Ζαππείου, ενώ χρησιμοποιήθηκε η κεραία μεσαίων των Λιοσίων. Χρησιμοποιήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 για τους αγώνες ξιφασκίας. Στη Μεσολυμπιάδα του 1906 χρησιμοποιήθηκε σαν Ολυμπιακό χωριό ενώ στους Ολυμπιακούς του 2004 αποτέλεσε κέντρο τύπου και εκδηλώσεων. Πολλά ιστορικά γεγονότα πραγματοποιήθηκαν στο Ζάππειο με αποκορύφωμα την ιστορική υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ) τη 1η Ιανουαρίου του 1981 από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επίσης μετά από τη μεταπολίτευση το Ζάππειο αποτέλεσε το κέντρο τύπου σε όλες τις Γενικές Εκλογές της χώρας όπου οι νικητές και οι ηττημένοι των εκλογών δίνουν την καθιερωμένη συνέντευξη μετά το τέλος των εκλογών. Ο χώρος του Ζαππείου χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται για διάφορες εκθέσεις και τελετές. Ιδιαίτερα γνωστό και αγαπητό στους Αθηναίους όλων των γενεών είναι το αναψυκτήριο Αίγλη του Ζαππείου, που έχει ιστορία πολλών δεκαετιών.
Ο Παρθενώνας είναι ναός, χτισμένος προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας. Υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της αθηναϊκής ηγεμονίας στην Αρχαία Ελλάδα. Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της Αθηναϊκής πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διάκοσμου. Είναι ένας από τους λίγους ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη, ο οποίος κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο. Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή με αναλογία διαμέτρου κίονα και μετακιονίου διαστήματος 1:2,25 (πρβλ. την αναλογία 1: 2,32 στο ναό του Δία στην Ολυμπία και 1:2,65 στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα). Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν τη Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο. Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων, την πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Αθηνών. Είχε 160 μέτρα μήκος και σχεδόν ένα μέτρο πλάτος. Υπάρχουν ενδείξεις πως η ζωφόρος ολοκληρώθηκε αφού οι λίθοι που την αποτελούσαν είχαν υψωθεί στο κτίριο. Αν και η ζωφόρος λαξεύτηκε από ένα μεγάλο αριθμό τεχνιτών, το συνολικό σχέδιο είχε εκπονηθεί από ένα μόνο καλλιτέχνη. Το όνομα αυτό δεν είναι γνωστό αλλά υποθέτουμε πως είναι ο Φειδίας ή ένας από τους μαθητές του. Το θέμα της ζωφόρου είναι πρωτοποριακό, γιατί δεν διηγείται ένα μυθολογικό αλλά ένα πραγματικό γεγονός. Είναι η στιγμή της πομπής και της παράδοσης του πέπλου από τον λαό της Αθήνας στη προστάτιδα θεά Αθηνά. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου φαίνεται η ετοιμασία στον Κεραμεικό. Στην ανατολική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος του ναού παριστάνονταν η Αθηνά, ο Ζευς, η Ήρα και άλλοι θεοί, που ήρθαν να πάρουν μέρος στην πομπή και ανάμεσά τους εμφανίζεται παιδί που παραδίδει στον ιερέα τον πέπλο. Την σύνταξη, την πορεία και το τέρμα εκπροσωπούν 400 μορφές ανθρώπων και θεών, 200 μορφές ζώων, όπως πρόβατα, βόδια και άλογα. Η μεγάλη ποικιλία των παρισταμένων, η θελκτική σεμνότητα των παρθένων, η ελεύθερη και αβίαστη στάση των συνδιαλεγομένων ανδρών, η ζωηρότητα των αλόγων, η δύναμη των δυστροπούντων βοδιών και τέλος η χάρη όλων των μορφών και των κινήσεων καθιστούν τη ζωφόρο, όχι μόνο αυθεντική ταινία της θρησκευτικής πομπής των Παναθηναίων και διαρκές μνημείο της δόξας των Αθηνών αλλά και αριστουργηματικό έργο του μεγάλου καλλιτέχνη του Παρθενώνα. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου, που απεικονίζονται οι σκηνές προετοιμασίας, υπάρχει μία πλάκα, στην οποία υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και ένα άλογο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι εξαιρετικά λεπτομερή και πιστεύεται ότι η πλάκα αυτή είναι έργο του ίδιου του Φειδία. Στη βόρεια πλευρά παρουσιάζονται μορφές όπως οι αποβάτες, οι μουσικοί, οι σκαφηφόροι, οι θαλλοφόροι, οι κανηφόροι και οι υδριαφόροι. Κάτοψη του Παρθενώνα. Στο ανατολικό αέτωμα, πάνω από την είσοδο, παρουσιάζονταν η γέννηση της Αθηνάς. Στο δυτικό αέτωμα, αυτό που ήταν ορατό από τα Προπύλαια, βρισκόταν η διαμάχη Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της αττικής γης. Η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς και ο Ποσειδώνας έκανε να αναβλύσει θαλασσινό νερό από τον βράχο. Άνθρωποι και θεοί αποφάσισαν πως η Αθηνά είχε κάνει το καλύτερο δώρο και έτσι έγινε αυτή η προστάτιδα θεά της πόλης. Στο εσωτερικό υπήρχε δίτονη (διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σχήματος «Π», που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλες ξύλινες δοκούς. Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλεια αρμονικές αναλογίες μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια· μολονότι ο ναός αυτός ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8x17 κίονες, αντί για 6x13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. π.Χ.), οι αναλογίες του ήταν τόσο αρμονικές, ώστε να του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής, μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και πρωτοφανή χάρη σε σύγκριση με τους πιο βαρείς δωρικούς προκατόχους του. Στη φήμη του ναού συνέτειναν και οι ασύλληπτες εκλεπτύνσεις, οι αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι αρμονικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση, οι ραδινοί κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμιδοειδής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν μία κίνηση προς τα μέσα και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό σύνολο. Η ένταση των κιόνων (ένα ανεπαίσθητο «φούσκωμα» στο μεσαίο τμήμα τους) απέδιδε οπτικά το γεγονός ότι οι κίονες σήκωναν μεγάλο βάρος. Οι αναρίθμητες αυτές λεπτότητες σχεδιάστηκαν με μεγαλοφυή τρόπο και εκτελέστηκαν με μαθηματική ακρίβεια.
421 locals recommend
Parthenon
421 locals recommend
Ο Παρθενώνας είναι ναός, χτισμένος προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, προστάτιδας της πόλης της Αθήνας. Υπήρξε το αποτέλεσμα της συνεργασίας σημαντικών αρχιτεκτόνων και γλυπτών στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα. Η εποχή της κατασκευής του συνταυτίζεται με τα φιλόδοξα επεκτατικά σχέδια της Αθήνας και της πολιτικής κύρους που ακολούθησε έναντι των συμμάχων της κατά την περίοδο της αθηναϊκής ηγεμονίας στην Αρχαία Ελλάδα. Ο Παρθενώνας αποτελεί το λαμπρότερο μνημείο της Αθηναϊκής πολιτείας και τον κολοφώνα του δωρικού ρυθμού. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 448/7 π.Χ. και τα εγκαίνια έγιναν το 438 π.Χ. στα Μεγάλα Παναθήναια, ενώ ο γλυπτός διάκοσμος περατώθηκε το 433/2 π.Χ. Σύμφωνα με τις πηγές, οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν ήταν ο Ικτίνος, ο Καλλικράτης και πιθανόν ο Φειδίας, που είχε και την ευθύνη του γλυπτού διάκοσμου. Είναι ένας από τους λίγους ολομάρμαρους ελληνικούς ναούς και ο μόνος δωρικός με ανάγλυφες όλες του τις μετόπες. Πολλά τμήματα του γλυπτού διακόσμου, του επιστυλίου και των φατνωμάτων της οροφής έφεραν γραπτό διάκοσμο με κόκκινο, μπλε και χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο, εκτός από το στυλοβάτη, ο οποίος κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο. Το πτερό είχε 8 κίονες κατά πλάτος και 17 κατά μήκος. Η τοποθέτηση των κιόνων είναι ασυνήθιστα πυκνή με αναλογία διαμέτρου κίονα και μετακιονίου διαστήματος 1:2,25 (πρβλ. την αναλογία 1: 2,32 στο ναό του Δία στην Ολυμπία και 1:2,65 στο ναό της Αφαίας στην Αίγινα). Στις στενές πλευρές υπήρχε και δεύτερη σειρά 6 κιόνων που δημιουργούσε την ψευδαίσθηση δίπτερου ναού. Μια άλλη ιδιομορφία ήταν η ύπαρξη ζωφόρου που περιέτρεχε το σηκό σε όλο του το μήκος και αποτελεί ίσως την πιο φανερή από τις ιωνικές επιδράσεις. Οι μετόπες της ανατολικής πλευράς απεικονίζουν τη Γιγαντομαχία. Στην δυτική παριστάνεται Αμαζονομαχία, στη νότια Κενταυρομαχία και στη βόρεια σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο. Η ζωφόρος απεικονίζει την πομπή των Παναθηναίων, την πιο μεγάλη θρησκευτική γιορτή των Αθηνών. Είχε 160 μέτρα μήκος και σχεδόν ένα μέτρο πλάτος. Υπάρχουν ενδείξεις πως η ζωφόρος ολοκληρώθηκε αφού οι λίθοι που την αποτελούσαν είχαν υψωθεί στο κτίριο. Αν και η ζωφόρος λαξεύτηκε από ένα μεγάλο αριθμό τεχνιτών, το συνολικό σχέδιο είχε εκπονηθεί από ένα μόνο καλλιτέχνη. Το όνομα αυτό δεν είναι γνωστό αλλά υποθέτουμε πως είναι ο Φειδίας ή ένας από τους μαθητές του. Το θέμα της ζωφόρου είναι πρωτοποριακό, γιατί δεν διηγείται ένα μυθολογικό αλλά ένα πραγματικό γεγονός. Είναι η στιγμή της πομπής και της παράδοσης του πέπλου από τον λαό της Αθήνας στη προστάτιδα θεά Αθηνά. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου φαίνεται η ετοιμασία στον Κεραμεικό. Στην ανατολική πλευρά, όπου ήταν και η είσοδος του ναού παριστάνονταν η Αθηνά, ο Ζευς, η Ήρα και άλλοι θεοί, που ήρθαν να πάρουν μέρος στην πομπή και ανάμεσά τους εμφανίζεται παιδί που παραδίδει στον ιερέα τον πέπλο. Την σύνταξη, την πορεία και το τέρμα εκπροσωπούν 400 μορφές ανθρώπων και θεών, 200 μορφές ζώων, όπως πρόβατα, βόδια και άλογα. Η μεγάλη ποικιλία των παρισταμένων, η θελκτική σεμνότητα των παρθένων, η ελεύθερη και αβίαστη στάση των συνδιαλεγομένων ανδρών, η ζωηρότητα των αλόγων, η δύναμη των δυστροπούντων βοδιών και τέλος η χάρη όλων των μορφών και των κινήσεων καθιστούν τη ζωφόρο, όχι μόνο αυθεντική ταινία της θρησκευτικής πομπής των Παναθηναίων και διαρκές μνημείο της δόξας των Αθηνών αλλά και αριστουργηματικό έργο του μεγάλου καλλιτέχνη του Παρθενώνα. Στη δυτική πλευρά της ζωφόρου, που απεικονίζονται οι σκηνές προετοιμασίας, υπάρχει μία πλάκα, στην οποία υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και ένα άλογο. Τα χαρακτηριστικά τους είναι εξαιρετικά λεπτομερή και πιστεύεται ότι η πλάκα αυτή είναι έργο του ίδιου του Φειδία. Στη βόρεια πλευρά παρουσιάζονται μορφές όπως οι αποβάτες, οι μουσικοί, οι σκαφηφόροι, οι θαλλοφόροι, οι κανηφόροι και οι υδριαφόροι. Κάτοψη του Παρθενώνα. Στο ανατολικό αέτωμα, πάνω από την είσοδο, παρουσιάζονταν η γέννηση της Αθηνάς. Στο δυτικό αέτωμα, αυτό που ήταν ορατό από τα Προπύλαια, βρισκόταν η διαμάχη Αθηνάς και Ποσειδώνα για την κατοχή της αττικής γης. Η Αθηνά πρόσφερε το δέντρο της ελιάς και ο Ποσειδώνας έκανε να αναβλύσει θαλασσινό νερό από τον βράχο. Άνθρωποι και θεοί αποφάσισαν πως η Αθηνά είχε κάνει το καλύτερο δώρο και έτσι έγινε αυτή η προστάτιδα θεά της πόλης. Στο εσωτερικό υπήρχε δίτονη (διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σχήματος «Π», που δημιουργούσε ένα υπερώο, από το οποίο οι επισκέπτες μπορούσαν να θαυμάσουν από διάφορα σημεία το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς. Στον οπισθόδομο φυλασσόταν ο θησαυρός, δηλαδή τα πολύτιμα αφιερώματα της Αθηνάς. Η οροφή του στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Η στέγη ολόκληρου του ναού, μαζί με τους στρωτήρες, τους καλυπτήρες και τα ακροκέραμα, ήταν μαρμάρινη, αλλά στηριζόταν σε μεγάλες ξύλινες δοκούς. Ο Παρθενώνας παρουσιάζει τέλεια αρμονικές αναλογίες μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια· μολονότι ο ναός αυτός ήταν μεγαλύτερος από τους άλλους δωρικούς ναούς της εποχής του (με 8x17 κίονες, αντί για 6x13 που συνηθίζονταν τον 5ο αι. π.Χ.), οι αναλογίες του ήταν τόσο αρμονικές, ώστε να του προσδίδουν εκπληκτική ομοιογένεια μορφής, μνημειώδη μεγαλοπρέπεια και πρωτοφανή χάρη σε σύγκριση με τους πιο βαρείς δωρικούς προκατόχους του. Στη φήμη του ναού συνέτειναν και οι ασύλληπτες εκλεπτύνσεις, οι αδιόρατες αποκλίσεις από την κατακόρυφο και την οριζόντια κατεύθυνση και οι αρμονικές αναλογίες. Ο στυλοβάτης παρουσίαζε ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση, οι ραδινοί κίονες απέκλιναν από την κατακόρυφο προς το κέντρο του ναού και η συνολική σχεδίαση ήταν πυραμιδοειδής. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχανόταν μία κίνηση προς τα μέσα και προς τα πάνω που μετέτρεπε τον Παρθενώνα σε ένα παλλόμενο οργανικό σύνολο. Η ένταση των κιόνων (ένα ανεπαίσθητο «φούσκωμα» στο μεσαίο τμήμα τους) απέδιδε οπτικά το γεγονός ότι οι κίονες σήκωναν μεγάλο βάρος. Οι αναρίθμητες αυτές λεπτότητες σχεδιάστηκαν με μεγαλοφυή τρόπο και εκτελέστηκαν με μαθηματική ακρίβεια.
Ο Ναός του Ολυμπίου Διός ή Ολυμπιείο, στην καθομιλουμένη αναφερόμενος ως Στήλες του Ολυμπίου Διός ή (ετυμολογικά ορθότερα) Στύλοι του Ολυμπίου Διός[3][4][5] είναι σημαντικός αρχαίος ναός στο κέντρο της Αθήνας. Παρότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν ολοκληρώθηκε παρά επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού τον 2ο αιώνα μ.Χ. Αποτέλεσε τον μεγαλύτερο ναό της Ελλάδας κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Ο ναός βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ακρόπολης και περίπου 700 μέτρα από το κέντρο της Αθήνας. Ο Παυσανίας (Α' 18, 8) αναφέρει, οτι κατά την αθηναϊκή τοπική παράδοση το ιερό με το ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα το πρωτοδημιουργήθηκε από το γενάρχη των Ελλήνων, τον Δευκαλίωνα: τοῦ δὲ Ὀλυμπίου Διὸς Δευκαλίωνα οἰκοδομῆσαι λέγουσι τὸ ἀρχαῖον ἱερόν, σημεῖον ἀποφαίνοντες ὡς Δευκαλίων Ἀθήνῃσιν ᾤκησε τάφον τοῦ ναοῦ τοῦ νῦν οὐ πολὺ ἀφεστηκότα.[6] Κατά μια άποψη, τα θεμέλια του πρώτου ναού στο χώρο, είχε κτίσει ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος το 515 π.Χ. αλλά οι εργασίες σταμάτησαν όταν ο γιος του Πεισιστράτου, Ιππίας εκδιώχθηκε από την πόλη το 510 π.Χ.[7] Επικρατέστερη, όμως, είναι η άποψη ότι ο ναός αυτός άρχισε να κτίζεται (και έφτασε ως τα θεμέλια) κατά το β' τέταρτο του έκτου αιώνα π. Χ. από τον τύραννο Πεισίστρατο (561 - 527 π. Χ.)[8], και το έργο εγκαταλείφθηκε όταν αυτός πέθανε και ακολούθησαν αναταραχές στο Αθηναϊκό κράτος. Όπως και να έχει, αρχιτέκτονες του έργου αναφέρονται οι Αντιστάτης, Κάλλαισχρος, Αντιμαχίδης καί Φόρμος[9][10]. Αλλού αντί για τον Φόρμο στη βιβλιογραφία αναφέρεται ο Πωρίνος[11]. Κατά τη διάρκεια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ο ναός παρέμεινε ημιτελής. Στο έργο του Πολιτική, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το ναό ως παράδειγμα για το πώς τα τυραννικά καθεστώτα αναγκάζουν τον πληθυσμό να ασχολείται με τεράστια έργα, μην αφήνοντας τους χρόνο, ενέργεια και τρόπους αντίδρασης. Η αποπεράτωση του ναού έγινε τον 2ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της Μακεδονικής κυριαρχίας στην Ελλάδα υπό την αιγίδα του Ελληνιστικού βασιλιά Αντιόχου του Δ΄ Επιφανούς (βασίλευσε στη Συρία ανάμεσα στο 175 και το 164 π.Χ.), που προσέλαβε τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο να σχεδιάσει τον μεγαλύτερο ναό στον τότε γνωστό κόσμο. Όταν ο Αντίοχος πέθανε το 164 π.Χ., η κατασκευή του ναού σταμάτησε ξανά[9][10][12][13][14][15]. Το 86 π.Χ., όταν οι ελληνικές πόλεις περιήλθαν υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία, ο στρατηγός Κορνήλιος Σύλλας μετέφερε κίονες από τον (ημιτελή;) ναό στη Ρώμη, για να κοσμήσει τα κτήρια του Καπιτωλίου[16] (ίσως το ναό του Jupiter Optimus Maximus στο Καπιτώλιο). Οι κίονες αυτοί επηρέασαν τη διάδοση και άνθιση του κορινθιακού ρυθμού στην Ρώμη. Ο ναός ολοκληρώθηκε τελικά το 129 μ.Χ. (ή το 131 μ.Χ. κατά άλλους) από τον αυτοκράτορα Αδριανό,[17] που ήταν μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού. Ο ναός κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο και είχε 96 μέτρα μήκος στις άκρες του και 40 μέτρα στην ανατολική και δυτική πρόσοψη. Είχε 104 κίονες Κορινθιακού ρυθμού, ο καθένας 17 μέτρα ύψος, 2,6 μέτρα διάμετρο και βάρος 364 τόνους περίπου. 48 κίονες στέκονταν σε τριπλή σειρά κάτω από τα αετώματα και 56 σε διπλή σειρά στα άκρα. Μόνο 15 από τους αρχικούς κίονες του ναού παραμένουν όρθιοι σήμερα. Ένας θυελλώδης άνεμος έριξε έναν κίονα το 1852, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Ο Αδριανός αφιέρωσε τον ναό στον Δία. Ανήγειρε επίσης ένα τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στο σηκό του ναού. Τα αετώματα κοσμούνταν από πολλά αγάλματα, αλλά και σε ολόκληρο το ναό υπήρχαν αγάλματα και προτομές φημισμένων ανδρών. Οι Αθηναίοι για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον Αδριανό, του έστησαν άγαλμα πίσω από τον ναό. Δυστυχώς κανένα από τα γλυπτά που κοσμούσαν τον ναό δεν έχει διασωθεί. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε ο ναός αλλά εικάζεται ότι, όπως και άλλα μεγάλα κτήρια στην Αθήνα, καταστράφηκε μάλλον από κάποιο σεισμό κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων και τα ερείπια του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή άλλων κτηρίων.[
731 locals recommend
Temple of Zeus
731 locals recommend
Ο Ναός του Ολυμπίου Διός ή Ολυμπιείο, στην καθομιλουμένη αναφερόμενος ως Στήλες του Ολυμπίου Διός ή (ετυμολογικά ορθότερα) Στύλοι του Ολυμπίου Διός[3][4][5] είναι σημαντικός αρχαίος ναός στο κέντρο της Αθήνας. Παρότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν ολοκληρώθηκε παρά επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού τον 2ο αιώνα μ.Χ. Αποτέλεσε τον μεγαλύτερο ναό της Ελλάδας κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Ο ναός βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ακρόπολης και περίπου 700 μέτρα από το κέντρο της Αθήνας. Ο Παυσανίας (Α' 18, 8) αναφέρει, οτι κατά την αθηναϊκή τοπική παράδοση το ιερό με το ναό του Ολυμπίου Διός στην Αθήνα το πρωτοδημιουργήθηκε από το γενάρχη των Ελλήνων, τον Δευκαλίωνα: τοῦ δὲ Ὀλυμπίου Διὸς Δευκαλίωνα οἰκοδομῆσαι λέγουσι τὸ ἀρχαῖον ἱερόν, σημεῖον ἀποφαίνοντες ὡς Δευκαλίων Ἀθήνῃσιν ᾤκησε τάφον τοῦ ναοῦ τοῦ νῦν οὐ πολὺ ἀφεστηκότα.[6] Κατά μια άποψη, τα θεμέλια του πρώτου ναού στο χώρο, είχε κτίσει ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος το 515 π.Χ. αλλά οι εργασίες σταμάτησαν όταν ο γιος του Πεισιστράτου, Ιππίας εκδιώχθηκε από την πόλη το 510 π.Χ.[7] Επικρατέστερη, όμως, είναι η άποψη ότι ο ναός αυτός άρχισε να κτίζεται (και έφτασε ως τα θεμέλια) κατά το β' τέταρτο του έκτου αιώνα π. Χ. από τον τύραννο Πεισίστρατο (561 - 527 π. Χ.)[8], και το έργο εγκαταλείφθηκε όταν αυτός πέθανε και ακολούθησαν αναταραχές στο Αθηναϊκό κράτος. Όπως και να έχει, αρχιτέκτονες του έργου αναφέρονται οι Αντιστάτης, Κάλλαισχρος, Αντιμαχίδης καί Φόρμος[9][10]. Αλλού αντί για τον Φόρμο στη βιβλιογραφία αναφέρεται ο Πωρίνος[11]. Κατά τη διάρκεια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ο ναός παρέμεινε ημιτελής. Στο έργο του Πολιτική, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το ναό ως παράδειγμα για το πώς τα τυραννικά καθεστώτα αναγκάζουν τον πληθυσμό να ασχολείται με τεράστια έργα, μην αφήνοντας τους χρόνο, ενέργεια και τρόπους αντίδρασης. Η αποπεράτωση του ναού έγινε τον 2ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της Μακεδονικής κυριαρχίας στην Ελλάδα υπό την αιγίδα του Ελληνιστικού βασιλιά Αντιόχου του Δ΄ Επιφανούς (βασίλευσε στη Συρία ανάμεσα στο 175 και το 164 π.Χ.), που προσέλαβε τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο να σχεδιάσει τον μεγαλύτερο ναό στον τότε γνωστό κόσμο. Όταν ο Αντίοχος πέθανε το 164 π.Χ., η κατασκευή του ναού σταμάτησε ξανά[9][10][12][13][14][15]. Το 86 π.Χ., όταν οι ελληνικές πόλεις περιήλθαν υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία, ο στρατηγός Κορνήλιος Σύλλας μετέφερε κίονες από τον (ημιτελή;) ναό στη Ρώμη, για να κοσμήσει τα κτήρια του Καπιτωλίου[16] (ίσως το ναό του Jupiter Optimus Maximus στο Καπιτώλιο). Οι κίονες αυτοί επηρέασαν τη διάδοση και άνθιση του κορινθιακού ρυθμού στην Ρώμη. Ο ναός ολοκληρώθηκε τελικά το 129 μ.Χ. (ή το 131 μ.Χ. κατά άλλους) από τον αυτοκράτορα Αδριανό,[17] που ήταν μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού. Ο ναός κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο και είχε 96 μέτρα μήκος στις άκρες του και 40 μέτρα στην ανατολική και δυτική πρόσοψη. Είχε 104 κίονες Κορινθιακού ρυθμού, ο καθένας 17 μέτρα ύψος, 2,6 μέτρα διάμετρο και βάρος 364 τόνους περίπου. 48 κίονες στέκονταν σε τριπλή σειρά κάτω από τα αετώματα και 56 σε διπλή σειρά στα άκρα. Μόνο 15 από τους αρχικούς κίονες του ναού παραμένουν όρθιοι σήμερα. Ένας θυελλώδης άνεμος έριξε έναν κίονα το 1852, ο οποίος παρέμεινε έκτοτε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Ο Αδριανός αφιέρωσε τον ναό στον Δία. Ανήγειρε επίσης ένα τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στο σηκό του ναού. Τα αετώματα κοσμούνταν από πολλά αγάλματα, αλλά και σε ολόκληρο το ναό υπήρχαν αγάλματα και προτομές φημισμένων ανδρών. Οι Αθηναίοι για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον Αδριανό, του έστησαν άγαλμα πίσω από τον ναό. Δυστυχώς κανένα από τα γλυπτά που κοσμούσαν τον ναό δεν έχει διασωθεί. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε ο ναός αλλά εικάζεται ότι, όπως και άλλα μεγάλα κτήρια στην Αθήνα, καταστράφηκε μάλλον από κάποιο σεισμό κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων και τα ερείπια του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή άλλων κτηρίων.[
Το Παναθηναϊκό Στάδιο, γνωστό και ως Καλλιμάρμαρο, είναι στάδιο στην Αθήνα που βρίσκεται ανατολικά του Ζαππείου και βόρεια του λόφου του Αρδηττού, δια των οποίων διέρχεται ο Ιλισός ποταμός. Στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έγιναν αγωνίσματα των Α΄ σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν για την τέλεση μέρους των Παναθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Κτισμένο ανάμεσα στους λόφους του Άγρα και Αρδηττού, το 329 π.Χ., επί Λυκούργου, το στάδιο ορθομαρμαρώθηκε, καθώς μέχρι τότε τα καθίσματα ήταν ξύλινα. Το 140 μ.Χ. επί Ηρώδη του Αττικού έγινε μια μεγάλης κλίμακας ανακαίνιση καθώς και αύξηση της χωρητικότητάς του στις 50.000 θέσεις. Σε άγνωστους χρόνους του Μεσαίωνα είχε απογυμνωθεί τελείως από τα μάρμαρά του, όπως και τα πλείστα αρχαία κτίρια της Αθήνας. Όταν ο Βασιλιάς Όθων κήρυξε την Αθήνα πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου στο «καλλιμάρμαρο», μόνο οι δύο κρηπιδότοιχοι των μετώπων δεξιά και αριστερά της εισόδου απέμεναν ως εμφανή ερείπια του άλλοτε σταδίου. Περί το 1856 ο Ευάγγελος Ζάππας προσφέρθηκε να διαθέσει τις δαπάνες για την αναμαρμάρωση του σταδίου αυτού σε συνδυασμό με την άνωθεν της σφενδόνης του σταδίου προβλεπόμενο χώρο κτιρίου για εκθέσεις. Έτσι η εκπόνηση των σχεδίων ανατέθηκε στον Φρανσουά Μπουλανζέ, πλην όμως η πραγματοποίηση του έργου υπό αυτή τη μορφή ματαιώθηκε. Το 1874 και προκειμένου να γίνουν το επόμενο έτος οι καθιερωθέντες από τον Ζάππα Ολυμπιακοί Αγώνες, κτίσθηκε εκ του κληροδοτήματός του η προ του Σταδίου γέφυρα του Ιλισού. Τότε και ισοπεδώθηκε πρόχειρα ο στίβος και στήθηκαν στο βάθος της σφενδόνης ξύλινες βαθμίδες για τους επισήμους. Το 1895 και προκειμένου το επόμενο έτος να γίνουν οι προβλεπόμενοι Ολυμπιακοί αγώνες αποφασίσθηκε η μερική αναμαρμάρωση του Σταδίου επί σχεδίων που είχαν εκπονήσει οι Αναστάσιος Μεταξάς και Ερνέστος Τσίλλερ. Τότε ζητήθηκε από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο η οικονομική βοήθεια του Γεωργίου Αβέρωφ. Πράγματι ανταποκρινόμενος περισσότερο του προβλεπόμενου, ο εθνικός αυτός ευεργέτης ανέλαβε να προσφέρει οικονομικά όλη την δαπάνη για την ολοκλήρωση του έργου. Όμως επειδή ο χρόνος δεν επαρκούσε μέχρι το 1896, ολοκληρώθηκε η περί τη σφενδόνη μαρμάρωση των κερκίδων καθώς και όλων των πρώτων τουλάχιστον σειρών από του στίβου. Τότε και ανεγέρθηκε ο ανδριάντας του Γ. Αβέρωφ προ του σταδίου (που σήμερα φέρεται δεξιά της εισόδου), έργο του γλύπτη Γεώργιου Βρούτου, ενώ το ίδιο το οικοδόμημα λάμβανε την προσωνυμία «καλλιμάρμαρο». Στα επόμενα έτη συνεχίσθηκαν οι εργασίες της μαρμάρωσης όλου του σταδίου οι οποίες και ολοκληρώθηκαν το 1900. Το 1906, στο στάδιο έλαβαν χώρα οι Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 1906 (ή Μεσοολυμπιακοί Αγώνες 1906). Στις 4 Απριλίου 1968, έλαβε χώρα ο τελικός του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Κυπελλούχων 1967-68 στην καλαθοσφαίριση, όπου η ΑΕΚ επικράτησε της Σλάβια Πράγας μπροστά σε περίπου 80.000 καθήμενους θεατές εντός του σταδίου και άλλους 40.000 όρθιους. Πιστεύεται, πως από τότε το Παναθηναϊκό Στάδιο διατηρεί το παγκόσμιο ρεκόρ προσέλευσης για οποιονδήποτε αγώνα καλαθοσφαίρισης.[2] Το Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας γνώρισε μεγάλες δόξες, εθνικές, πολιτικές αλλά και καλλιτεχνικές όπως το ανέβασμα της όπερας Αΐντα. Στο στάδιο επίσης αυτό διοργανώθηκε για κάποια χρόνια και η Ολυμπιάδα τραγουδιού, η οποία διακόπηκε. Το 1996 στο Στάδιο έγινε η υποδοχή των Ολυμπιονικών της Ατλάντα και το 1997 φιλοξένησε τη τελετή έναρξης του 6ου Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Στίβου, που παρουσιάστηκε από το συνθέτη διεθνούς φήμης Βαγγέλη Παπαθανασίου. Στους πρόσφατους όμως Ολυμπιακούς Αγώνες το Καλλιμάρμαρο υποδέχθηκε τους μαραθωνοδρόμους και τοξοβόλους ενώ σε αυτό αποθεώθηκε η Εθνική Ομάδα της Ελλάδος που κατέκτησε το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2004. Στις 17 Μαΐου 2012 η Ολυμπιακή φλόγα παραδόθηκε στην πριγκίπισσα Άννα, για να μεταφερθεί στην Μεγάλη Βρετανία αεροπορικώς στις 27 Ιουλίου 2012. Το στάδιο χτίστηκε πολύ πριν από την τυποποίηση των διαστάσεων των αθλητικών χώρων, και έτσι ο αγωνιστικός χώρος και η διαρρύθμιση του, ακολουθούν το αρχαίο μοντέλο σε σχήμα φουρκέτας. Κάποτε υπήρχε χώρος για 75.000 με 80.000 θεατές σε πενήντα σειρές μαρμάρινων σκαλοπατιών, και πλέον ο αριθμός αυτός έχει περιοριστεί στους 45.000 θεατές.
870 locals recommend
Panathenaic Stadium
Leoforos Vasileos Konstantinou
870 locals recommend
Το Παναθηναϊκό Στάδιο, γνωστό και ως Καλλιμάρμαρο, είναι στάδιο στην Αθήνα που βρίσκεται ανατολικά του Ζαππείου και βόρεια του λόφου του Αρδηττού, δια των οποίων διέρχεται ο Ιλισός ποταμός. Στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έγιναν αγωνίσματα των Α΄ σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν για την τέλεση μέρους των Παναθηναίων προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Κτισμένο ανάμεσα στους λόφους του Άγρα και Αρδηττού, το 329 π.Χ., επί Λυκούργου, το στάδιο ορθομαρμαρώθηκε, καθώς μέχρι τότε τα καθίσματα ήταν ξύλινα. Το 140 μ.Χ. επί Ηρώδη του Αττικού έγινε μια μεγάλης κλίμακας ανακαίνιση καθώς και αύξηση της χωρητικότητάς του στις 50.000 θέσεις. Σε άγνωστους χρόνους του Μεσαίωνα είχε απογυμνωθεί τελείως από τα μάρμαρά του, όπως και τα πλείστα αρχαία κτίρια της Αθήνας. Όταν ο Βασιλιάς Όθων κήρυξε την Αθήνα πρωτεύουσα του Ελληνικού Βασιλείου στο «καλλιμάρμαρο», μόνο οι δύο κρηπιδότοιχοι των μετώπων δεξιά και αριστερά της εισόδου απέμεναν ως εμφανή ερείπια του άλλοτε σταδίου. Περί το 1856 ο Ευάγγελος Ζάππας προσφέρθηκε να διαθέσει τις δαπάνες για την αναμαρμάρωση του σταδίου αυτού σε συνδυασμό με την άνωθεν της σφενδόνης του σταδίου προβλεπόμενο χώρο κτιρίου για εκθέσεις. Έτσι η εκπόνηση των σχεδίων ανατέθηκε στον Φρανσουά Μπουλανζέ, πλην όμως η πραγματοποίηση του έργου υπό αυτή τη μορφή ματαιώθηκε. Το 1874 και προκειμένου να γίνουν το επόμενο έτος οι καθιερωθέντες από τον Ζάππα Ολυμπιακοί Αγώνες, κτίσθηκε εκ του κληροδοτήματός του η προ του Σταδίου γέφυρα του Ιλισού. Τότε και ισοπεδώθηκε πρόχειρα ο στίβος και στήθηκαν στο βάθος της σφενδόνης ξύλινες βαθμίδες για τους επισήμους. Το 1895 και προκειμένου το επόμενο έτος να γίνουν οι προβλεπόμενοι Ολυμπιακοί αγώνες αποφασίσθηκε η μερική αναμαρμάρωση του Σταδίου επί σχεδίων που είχαν εκπονήσει οι Αναστάσιος Μεταξάς και Ερνέστος Τσίλλερ. Τότε ζητήθηκε από τον Διάδοχο Κωνσταντίνο η οικονομική βοήθεια του Γεωργίου Αβέρωφ. Πράγματι ανταποκρινόμενος περισσότερο του προβλεπόμενου, ο εθνικός αυτός ευεργέτης ανέλαβε να προσφέρει οικονομικά όλη την δαπάνη για την ολοκλήρωση του έργου. Όμως επειδή ο χρόνος δεν επαρκούσε μέχρι το 1896, ολοκληρώθηκε η περί τη σφενδόνη μαρμάρωση των κερκίδων καθώς και όλων των πρώτων τουλάχιστον σειρών από του στίβου. Τότε και ανεγέρθηκε ο ανδριάντας του Γ. Αβέρωφ προ του σταδίου (που σήμερα φέρεται δεξιά της εισόδου), έργο του γλύπτη Γεώργιου Βρούτου, ενώ το ίδιο το οικοδόμημα λάμβανε την προσωνυμία «καλλιμάρμαρο». Στα επόμενα έτη συνεχίσθηκαν οι εργασίες της μαρμάρωσης όλου του σταδίου οι οποίες και ολοκληρώθηκαν το 1900. Το 1906, στο στάδιο έλαβαν χώρα οι Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 1906 (ή Μεσοολυμπιακοί Αγώνες 1906). Στις 4 Απριλίου 1968, έλαβε χώρα ο τελικός του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου Κυπελλούχων 1967-68 στην καλαθοσφαίριση, όπου η ΑΕΚ επικράτησε της Σλάβια Πράγας μπροστά σε περίπου 80.000 καθήμενους θεατές εντός του σταδίου και άλλους 40.000 όρθιους. Πιστεύεται, πως από τότε το Παναθηναϊκό Στάδιο διατηρεί το παγκόσμιο ρεκόρ προσέλευσης για οποιονδήποτε αγώνα καλαθοσφαίρισης.[2] Το Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας γνώρισε μεγάλες δόξες, εθνικές, πολιτικές αλλά και καλλιτεχνικές όπως το ανέβασμα της όπερας Αΐντα. Στο στάδιο επίσης αυτό διοργανώθηκε για κάποια χρόνια και η Ολυμπιάδα τραγουδιού, η οποία διακόπηκε. Το 1996 στο Στάδιο έγινε η υποδοχή των Ολυμπιονικών της Ατλάντα και το 1997 φιλοξένησε τη τελετή έναρξης του 6ου Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Στίβου, που παρουσιάστηκε από το συνθέτη διεθνούς φήμης Βαγγέλη Παπαθανασίου. Στους πρόσφατους όμως Ολυμπιακούς Αγώνες το Καλλιμάρμαρο υποδέχθηκε τους μαραθωνοδρόμους και τοξοβόλους ενώ σε αυτό αποθεώθηκε η Εθνική Ομάδα της Ελλάδος που κατέκτησε το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 2004. Στις 17 Μαΐου 2012 η Ολυμπιακή φλόγα παραδόθηκε στην πριγκίπισσα Άννα, για να μεταφερθεί στην Μεγάλη Βρετανία αεροπορικώς στις 27 Ιουλίου 2012. Το στάδιο χτίστηκε πολύ πριν από την τυποποίηση των διαστάσεων των αθλητικών χώρων, και έτσι ο αγωνιστικός χώρος και η διαρρύθμιση του, ακολουθούν το αρχαίο μοντέλο σε σχήμα φουρκέτας. Κάποτε υπήρχε χώρος για 75.000 με 80.000 θεατές σε πενήντα σειρές μαρμάρινων σκαλοπατιών, και πλέον ο αριθμός αυτός έχει περιοριστεί στους 45.000 θεατές.
Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, ευρύτερα γνωστό και ως Ηρώδειο, είναι αρχαίο ωδείο της ρωμαϊκής περιόδου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών. Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ.. Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν κατά κύριο λόγο οι μουσικές εκδηλώσεις και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε Ωδείο. Η ανάγκη της ανέγερσής του προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ωδείου που είχε κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του Αυγούστου, τον Αγρίππα, περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή, που είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ.. Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό είχε 32 σειρές από μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητά του ήταν της τάξης των 5000 περίπου θεατών. Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα. Το σκηνικό οικοδόμημα βρισκόταν υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 28 μέτρων. Το ωδείο ήταν στεγασμένο με ξύλινη οροφή από ξύλο κέδρου. Συναυλία του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού το 1939 Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι το εν λόγω Ωδείο λειτούργησε μόνο 105 χρόνια, δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα, δηλαδή το 267 μ.Χ., πολλά οικοδομήματα της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς. Επίσης αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης. Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας. Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης «Βασιλείου Πύλης» ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής. Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα. Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους όσοι επισκέπτονταν τα ερείπια του Ωδείου δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ποιο κτήριο ήταν αυτό. Άλλοι το περιέγραψαν ως ανάκτορα του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, άλλοι ως το «Διδασκαλείο του Αριστοτέλη», ενώ το 1575 ο Ναυπλιώτης λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το θεωρούσε ως την «Ακαδημία του Αριστοτέλη». Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764, περίοδο κατά την οποία ο εσωτερικός χώρος του εν λόγω κτίσματος ήταν σπαρμένος με κριθάρι. Επί οθωμανικής κυριαρχίας το εναπομείναν κτήριο ενσωματώθηκε μαζί με τη Στοά Ευμένους στο Τείχος του Χασεκή (1778) αποτελώντας οχυρωματικό έργο, τον λεγόμενο «Σερπετζέ». Σημειώνεται πως από τα τόξα του Ωδείου κατάφερε ο φιλέλληνας Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος να εισέλθει στην Ακρόπολη, τον Δεκέμβριο του 1826, όταν την πολιορκούσαν οι Τούρκοι, προκειμένου να βοηθήσει τους πολιορκημένους Έλληνες. Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1848 παρουσία του Βασιλέα Όθωνα από τους Κυριακό Πιττάκη και Αλέξανδρο Ραγκαβή. Η εκκένωση του Ωδείου από τις επιχώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα ερείπια της στέγης και έφθαναν τα 15 μ. ύψος, ξεκίνησε από τον Πιττάκη το 1857. Τελικά η σοβαρή αναστήλωση άρχισε τμηματικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη δεκαετία του 1950 επί Βασιλέως Παύλου με σχέδια της Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που κατά κύριο μέρος είχε συντάξει ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος αμέσως μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, με βοηθό του τον τότε επιθεωρητή αναστηλώσεων Ευστάθιο Στίκκα. Πρόσοψη του Ωδείου Λεπτομέρεια της πρόσοψης του Ωδείου Με τη σταδιακή και τμηματική αναστήλωση κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί όλο το αρχαίο αυτό οικοδόμημα και να βρει τον άλλοτε προορισμό του. Οι θέσεις των θεατών επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο και η ορχήστρα με πλάκες από μάρμαρο Υμηττού. Από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας το Ωδείο χρησιμοποιείται, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, για πολιτιστικές εκδηλώσεις και από τότε πλειάδα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών έχει εμφανιστεί στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και η Ελληνίδα ντίβα της Όπερας Μαρία Κάλλας το 1957, για ένα ρεσιτάλ.
442 locals recommend
Odeon of Herodes Atticus
Dionysiou Areopagitou
442 locals recommend
Το Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, ευρύτερα γνωστό και ως Ηρώδειο, είναι αρχαίο ωδείο της ρωμαϊκής περιόδου, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική πλαγιά της Ακρόπολης των Αθηνών. Χτίστηκε με ταχύτατο ρυθμό με δαπάνες του Ηρώδη του Αττικού κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., προς τιμήν της συζύγου του Ασπασίας Αννίας Ρηγίλλης, η οποία πέθανε το 160 μ.Χ.. Ο προορισμός του οικοδομήματος ήταν κατά κύριο λόγο οι μουσικές εκδηλώσεις και για τον λόγο αυτό ονομάστηκε Ωδείο. Η ανάγκη της ανέγερσής του προέκυψε μετά την κατάρρευση του Ωδείου που είχε κτιστεί στο κέντρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας από τον στρατηγό του Αυγούστου, τον Αγρίππα, περί το 15 π.Χ., και εκείνο σε αντικατάσταση του ακόμα παλαιότερου Ωδείου του Περικλή, που είχε πυρπολήσει ο Σύλλας το 85 π.Χ.. Ο χώρος που προοριζόταν για το κοινό είχε 32 σειρές από μαρμάρινες κερκίδες και η χωρητικότητά του ήταν της τάξης των 5000 περίπου θεατών. Όπως και στα θέατρα της ρωμαϊκής εποχής, η ορχήστρα είχε ημικυκλικό σχήμα. Το σκηνικό οικοδόμημα βρισκόταν υπερυψωμένο στο βάθος της σκηνής και είχε τρεις ορόφους, δύο εκ των οποίων διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 28 μέτρων. Το ωδείο ήταν στεγασμένο με ξύλινη οροφή από ξύλο κέδρου. Συναυλία του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού το 1939 Από διάφορες ενδείξεις προκύπτει ότι το εν λόγω Ωδείο λειτούργησε μόνο 105 χρόνια, δεδομένου ότι τον 3ο αιώνα, δηλαδή το 267 μ.Χ., πολλά οικοδομήματα της Αθήνας, όπως και αυτό, καταστράφηκαν από τους Έρουλους επιδρομείς. Επίσης αυτό το διάστημα από τα διάφορα ευρήματα των ανασκαφών, όπως κρανία ανθρώπων και ταύρων, πιθανολογείται ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε και για μονομαχίες και ταυρομαχίες. Φαίνεται όμως πως και οι τοίχοι του οικοδομήματος χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως οχυρωματικό έργο, εντασσόμενο στο τείχος που περιέβαλλε τη βάση του λόφου της Ακρόπολης. Εκτός από τα ερείπια οικίσκων που βρέθηκαν μέσα στο Ωδείο βρέθηκαν και ερείπια μικρής εκκλησίας. Στο μέσον της σκηνής και ακριβώς αντίκρυ της λεγόμενης «Βασιλείου Πύλης» ανακαλύφθηκε υπόγειο που εκτείνεται σε όλο το μήκος της έκτασης της σκηνής. Οι επιχώσεις που επήλθαν στους επόμενους αιώνες σχεδόν το εξαφάνισαν, με μόνο ορατό σημείο τον ψηλό τοίχο της σκηνής, με την όλη κατασκευή να μοιάζει περισσότερο με γέφυρα. Κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους όσοι επισκέπτονταν τα ερείπια του Ωδείου δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν ποιο κτήριο ήταν αυτό. Άλλοι το περιέγραψαν ως ανάκτορα του Λεωνίδα και του Μιλτιάδη, άλλοι ως το «Διδασκαλείο του Αριστοτέλη», ενώ το 1575 ο Ναυπλιώτης λόγιος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς το θεωρούσε ως την «Ακαδημία του Αριστοτέλη». Ο πρώτος που υποστήριξε πως επρόκειτο για το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού ήταν ο Άγγλος αρχαιολόγος Ριχάρδος Τσάντλερ το 1764, περίοδο κατά την οποία ο εσωτερικός χώρος του εν λόγω κτίσματος ήταν σπαρμένος με κριθάρι. Επί οθωμανικής κυριαρχίας το εναπομείναν κτήριο ενσωματώθηκε μαζί με τη Στοά Ευμένους στο Τείχος του Χασεκή (1778) αποτελώντας οχυρωματικό έργο, τον λεγόμενο «Σερπετζέ». Σημειώνεται πως από τα τόξα του Ωδείου κατάφερε ο φιλέλληνας Γάλλος στρατηγός Φαβιέρος να εισέλθει στην Ακρόπολη, τον Δεκέμβριο του 1826, όταν την πολιορκούσαν οι Τούρκοι, προκειμένου να βοηθήσει τους πολιορκημένους Έλληνες. Η πρώτη δοκιμαστική ανασκαφή έγινε το 1848 παρουσία του Βασιλέα Όθωνα από τους Κυριακό Πιττάκη και Αλέξανδρο Ραγκαβή. Η εκκένωση του Ωδείου από τις επιχώσεις που είχαν συσσωρευτεί στα ερείπια της στέγης και έφθαναν τα 15 μ. ύψος, ξεκίνησε από τον Πιττάκη το 1857. Τελικά η σοβαρή αναστήλωση άρχισε τμηματικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη δεκαετία του 1950 επί Βασιλέως Παύλου με σχέδια της Διεύθυνσης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, που κατά κύριο μέρος είχε συντάξει ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος αμέσως μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία, με βοηθό του τον τότε επιθεωρητή αναστηλώσεων Ευστάθιο Στίκκα. Πρόσοψη του Ωδείου Λεπτομέρεια της πρόσοψης του Ωδείου Με τη σταδιακή και τμηματική αναστήλωση κατέστη δυνατόν να αποκαλυφθεί όλο το αρχαίο αυτό οικοδόμημα και να βρει τον άλλοτε προορισμό του. Οι θέσεις των θεατών επενδύθηκαν με πεντελικό μάρμαρο και η ορχήστρα με πλάκες από μάρμαρο Υμηττού. Από τα τέλη της ίδιας δεκαετίας το Ωδείο χρησιμοποιείται, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, για πολιτιστικές εκδηλώσεις και από τότε πλειάδα Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών έχει εμφανιστεί στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και η Ελληνίδα ντίβα της Όπερας Μαρία Κάλλας το 1957, για ένα ρεσιτάλ.
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας είναι ο ανοικτός χώρος που βρίσκεται εγγύτατα και βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στην αρχαιότητα αποτελούσε διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των Παναθηναίων από την οποία διερχόταν η μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων που θέσπισε ο Πεισίστρατος και τελούνταν το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας. Αρχικά, από την προϊστορική εποχή (3500 π.Χ), ήταν χώρος κατοίκησης και ταφής ενώ απέκτησε την μετέπειτα χρήση του ως δημόσιος χώρος, κατά την έννοια του όρου, (αγορά < αγείρω = συγκεντρώνω), από τον 6ο αιώνα π.Χ. και ύστερα για να φθάσει στην οριστική του μορφή τον 2ο αιώνα (μ.Χ.). Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας καταστράφηκε και λεηλατήθηκε πολλές φορές, από τους Πέρσες το 480 π.Χ., αργότερα από τους Ρωμαίους υπό τον Σύλλα το 86 π.Χ., στη συνέχεια από τους Ερούλους το 267 (μ.Χ.)[1], και τους Σλάβους επιδρομείς το 580 όπου και τελικά ο χώρος αυτός εγκαταλείφθηκε. Τον 10ο αιώνα φέρεται να ξανακατοικήθηκε και περί το 1000 χτίσθηκε εδώ ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Το 1204 ακολούθησε νέα καταστροφή, αυτή τη φορά από επιδρομές του Λέοντος Σγουρού, δυνάστη τότε του Ναυπλίου οπότε και ακολούθησε νέα ερήμωση. Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ειδικά στη περίοδο 1826-1827 επήλθε η τελευταία καταστροφή μαζί με τον γύρω χώρο. Έτσι, ο 19ος αιώνας βρίσκει την αρχαία αγορά κυριολεκτικά θαμμένη κάτω από την πυκνοκατοικημένη τότε νεότερη Αθήνα που υποδεχόταν τον βασιλέα Όθωνα για να ανακηρύξει την πόλη πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε Βασιλείου (1834). Οι πρώτες ανασκαφές του χώρου της αρχαίας αγοράς ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρία και από Γερμανούς αρχαιολόγους. Στις 9 Αυγούστου του 1884 μια πυρκαγιά που προκλήθηκε από εμπρησμό κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος των σύγχρονων μικρομάγαζων και κατοικιών που υπήρχαν στη περιοχή της Αγοράς, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να ξεκινήσουν έργα ανασκαφών στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Η συστηματική όμως ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1931 μέχρι το 1941, (α΄ περίοδος), από το 1946 μέχρι το 1960, (β΄ περίοδος), το 1969 (γ΄ περίοδος) και από το 1980 που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Σημειώνεται ότι ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας αγοράς της Αθήνας που λειτουργεί από το 1957, εποπτεύεται σήμερα από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού.
63 locals recommend
Ancient Agora of Athens
63 locals recommend
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας είναι ο ανοικτός χώρος που βρίσκεται εγγύτατα και βορειοδυτικά της Ακρόπολης. Στην αρχαιότητα αποτελούσε διοικητικό, φιλοσοφικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και κυρίως το οικονομικό κέντρο της πόλης. Την Αρχαία Αγορά διέσχιζε η Οδός των Παναθηναίων από την οποία διερχόταν η μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη κατά την διάρκεια των εορτασμών των Παναθηναίων που θέσπισε ο Πεισίστρατος και τελούνταν το τρίτο έτος κάθε Ολυμπιάδας. Αρχικά, από την προϊστορική εποχή (3500 π.Χ), ήταν χώρος κατοίκησης και ταφής ενώ απέκτησε την μετέπειτα χρήση του ως δημόσιος χώρος, κατά την έννοια του όρου, (αγορά < αγείρω = συγκεντρώνω), από τον 6ο αιώνα π.Χ. και ύστερα για να φθάσει στην οριστική του μορφή τον 2ο αιώνα (μ.Χ.). Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας καταστράφηκε και λεηλατήθηκε πολλές φορές, από τους Πέρσες το 480 π.Χ., αργότερα από τους Ρωμαίους υπό τον Σύλλα το 86 π.Χ., στη συνέχεια από τους Ερούλους το 267 (μ.Χ.)[1], και τους Σλάβους επιδρομείς το 580 όπου και τελικά ο χώρος αυτός εγκαταλείφθηκε. Τον 10ο αιώνα φέρεται να ξανακατοικήθηκε και περί το 1000 χτίσθηκε εδώ ο ναός των Αγίων Αποστόλων. Το 1204 ακολούθησε νέα καταστροφή, αυτή τη φορά από επιδρομές του Λέοντος Σγουρού, δυνάστη τότε του Ναυπλίου οπότε και ακολούθησε νέα ερήμωση. Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ειδικά στη περίοδο 1826-1827 επήλθε η τελευταία καταστροφή μαζί με τον γύρω χώρο. Έτσι, ο 19ος αιώνας βρίσκει την αρχαία αγορά κυριολεκτικά θαμμένη κάτω από την πυκνοκατοικημένη τότε νεότερη Αθήνα που υποδεχόταν τον βασιλέα Όθωνα για να ανακηρύξει την πόλη πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε Βασιλείου (1834). Οι πρώτες ανασκαφές του χώρου της αρχαίας αγοράς ξεκίνησαν τον 19ο αιώνα από την Αρχαιολογική Εταιρία και από Γερμανούς αρχαιολόγους. Στις 9 Αυγούστου του 1884 μια πυρκαγιά που προκλήθηκε από εμπρησμό κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος των σύγχρονων μικρομάγαζων και κατοικιών που υπήρχαν στη περιοχή της Αγοράς, γεγονός που έδωσε την ευκαιρία στους αρχαιολόγους να ξεκινήσουν έργα ανασκαφών στη Ρωμαϊκή Αγορά και στη βιβλιοθήκη του Αδριανού. Η συστηματική όμως ανασκαφική αρχαιολογική έρευνα ξεκίνησε από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1931 μέχρι το 1941, (α΄ περίοδος), από το 1946 μέχρι το 1960, (β΄ περίοδος), το 1969 (γ΄ περίοδος) και από το 1980 που συνεχίζει μέχρι σήμερα. Σημειώνεται ότι ο αρχαιολογικός χώρος της αρχαίας αγοράς της Αθήνας που λειτουργεί από το 1957, εποπτεύεται σήμερα από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού.
Η Ρωμαϊκή Αγορά είναι αρχαιολογικός χώρος στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν η κεντρική αγορά στην αρχαία Αθήνα στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στο χώρο αυτό πραγματοποιούνταν εμπορικές συναλλαγές και συναθροίσεις. Οι Ρωμαίοι επέλεξαν τον 1ο αιώνα π.Χ. μεταξύ 19 και 11 π.Χ. για να χτίσουν τη Ρωμαϊκή αγορά στη συγκεκριμένη τοποθεσία, ακριβώς επειδή βρίσκεται σε ένα στρατηγικό σημείο ανάμεσα στην Ακρόπολη, το σημαντικότερο θρησκευτικό και συμβολικό χώρο της πόλης και την αρχαία αγορά, το κέντρο της εμπορικής και πολιτικής ζωής της εποχής. Η Ρωμαϊκή αγορά δημιουργήθηκε ως συνέχεια της αρχαίας αγοράς, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής της πόλης. Η αρχαία αγορά συνδέθηκε με τη Ρωμαϊκή αγορά μέσα από ένα δρόμο. Όταν η Ρωμαϊκή αγορά ολοκληρώθηκε, ο δρόμος αυτός ήταν διακοσμημένος με μια Ιωνική στοά. Η αγάπη των Ρωμαίων για την πολυτέλεια και την σπατάλη χαρακτηρίζει άλλωστε πολλά από τα έργα τους. Η αγορά ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο αίθριο που περιβαλλόταν από κίονες Ιωνικού ρυθμού. Από τη μία πλευρά της Αγοράς, την ανατολική, υπήρχαν διάφορα καταστήματα. Η πύλη που υπάρχει ακόμα και σήμερα είναι το εξωτερικό μέρος της πύλης που ονομάζεται Πρόπυλο. Αυτή η πύλη είναι γνωστή ως πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς. Με αυτό το όνομα αναφέρεται σε διάφορες επιγραφές, επειδή ήταν αφιερωμένο στη θεά Αθηνά από το δήμο της Αθήνας. Η αγορά κατασκευάστηκε με τη χρηματοδότηση του Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου,αν κάτι που είναι γνωστό από μια άλλη επιγραφή που βρέθηκε στο Πρόπυλο. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αδριανού (2ος αιώνας μ.Χ.), επεκτάθηκε και προστέθηκε μια επιγραφή στην πύλη η οποία και καθόριζε τις φορολογικές υποχρεώσεις των εμπόρων λαδιού. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, ονομάστηκε πύλη του παζαριού, καθώς την εποχή εκείνη ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως παζάρι σιταριού. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1843, προκειμένου να ολοκληρωθεί η έρευνα, κατεδαφίσθηκε ο ναός του Προφήτη Ηλία ("Παναγία των Καταλανών"). [1] Τέλος ανακαλύφθηκε ξανά τον 20ό αιώνα και ανασκάφτηκε από τους αρχαιολόγους.
169 locals recommend
Roman Agora
3 Polignotou
169 locals recommend
Η Ρωμαϊκή Αγορά είναι αρχαιολογικός χώρος στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν η κεντρική αγορά στην αρχαία Αθήνα στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στο χώρο αυτό πραγματοποιούνταν εμπορικές συναλλαγές και συναθροίσεις. Οι Ρωμαίοι επέλεξαν τον 1ο αιώνα π.Χ. μεταξύ 19 και 11 π.Χ. για να χτίσουν τη Ρωμαϊκή αγορά στη συγκεκριμένη τοποθεσία, ακριβώς επειδή βρίσκεται σε ένα στρατηγικό σημείο ανάμεσα στην Ακρόπολη, το σημαντικότερο θρησκευτικό και συμβολικό χώρο της πόλης και την αρχαία αγορά, το κέντρο της εμπορικής και πολιτικής ζωής της εποχής. Η Ρωμαϊκή αγορά δημιουργήθηκε ως συνέχεια της αρχαίας αγοράς, προκειμένου να ικανοποιήσει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής της πόλης. Η αρχαία αγορά συνδέθηκε με τη Ρωμαϊκή αγορά μέσα από ένα δρόμο. Όταν η Ρωμαϊκή αγορά ολοκληρώθηκε, ο δρόμος αυτός ήταν διακοσμημένος με μια Ιωνική στοά. Η αγάπη των Ρωμαίων για την πολυτέλεια και την σπατάλη χαρακτηρίζει άλλωστε πολλά από τα έργα τους. Η αγορά ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο αίθριο που περιβαλλόταν από κίονες Ιωνικού ρυθμού. Από τη μία πλευρά της Αγοράς, την ανατολική, υπήρχαν διάφορα καταστήματα. Η πύλη που υπάρχει ακόμα και σήμερα είναι το εξωτερικό μέρος της πύλης που ονομάζεται Πρόπυλο. Αυτή η πύλη είναι γνωστή ως πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς. Με αυτό το όνομα αναφέρεται σε διάφορες επιγραφές, επειδή ήταν αφιερωμένο στη θεά Αθηνά από το δήμο της Αθήνας. Η αγορά κατασκευάστηκε με τη χρηματοδότηση του Αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου,αν κάτι που είναι γνωστό από μια άλλη επιγραφή που βρέθηκε στο Πρόπυλο. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Αδριανού (2ος αιώνας μ.Χ.), επεκτάθηκε και προστέθηκε μια επιγραφή στην πύλη η οποία και καθόριζε τις φορολογικές υποχρεώσεις των εμπόρων λαδιού. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, ονομάστηκε πύλη του παζαριού, καθώς την εποχή εκείνη ο χώρος χρησιμοποιήθηκε ως παζάρι σιταριού. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 1843, προκειμένου να ολοκληρωθεί η έρευνα, κατεδαφίσθηκε ο ναός του Προφήτη Ηλία ("Παναγία των Καταλανών"). [1] Τέλος ανακαλύφθηκε ξανά τον 20ό αιώνα και ανασκάφτηκε από τους αρχαιολόγους.
O Εθνικός Κήπος αποτελεί χαρακτηρισμένο Ιστορικό Τόπο στο κέντρο της Αθήνας ανάμεσα στις συνοικίες του Κολωνακίου και του Παγκρατίου. Έκτασης 15,6 εκταρίων στο κέντρο της Αθήνας και, προσθέτοντας τον κήπο του Ζαππείου με έκταση 13 εκταρίων, το πάρκο έχει έκταση 28,5 εκταρίων (285 στρέμματα). Η πρώτη του ονομασία μέχρι το 1974 ήταν «Βασιλικός Κήπος». Το πάρκο βρίσκεται δίπλα από τη Βουλή των Ελλήνων και εκτείνεται προς τα νότια όπου βρίσκεται το Ζάππειο μέγαρο απέναντι από το Παναθηναϊκό στάδιο όπου τελέστηκαν οι πρώτοι Μοντέρνοι Ολυμπιακοί αγώνες το 1896. Ο κήπος φιλοξενεί ακόμα αρχαία ερείπια, κίονες, μωσαϊκά κτλ. Στο νοτιοανατολικό του άκρο βρίσκονται οι προτομές του Ιωάννη Καποδίστρια, του μεγάλου Φιλλέληνα Εϋνάρδου ενώ στο νότιο του άκρο βρίσκεται η προτομή του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στην αρχαιότητα κομμάτι του κτήματος ήταν ο ιδιωτικός κήπος του φιλόσοφου και βοτανολόγου Θεόφραστου ενός των διαδόχων του Αριστοτέλη. Ο κήπος ήταν ένα δώρο από το Δημήτριο το Φαληρέα στο δάσκαλό του. Υπήρχε επίσης ένα ιερό και μια βιβλιοθήκη. Ο βασιλικός κήπος οριοθετήθηκε το 1836 από τον Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (Friedrich von Gärtner), τον αρχιτέκτονα των ανακτόρων, σε μια έκταση 500 περίπου στρεμμάτων. Επειδή η έκταση αυτή απέκλειε τον δρόμο Αθήνας-Αμαρουσίου-Κηφισιάς, το σχέδιο αυτό αναθεωρήθηκε το 1839 από τον Χοχ (Hoch), διευθύνοντα μηχανικό τής οικοδομής των ανακτόρων. Εθνικός Κήπος Ο κήπος των 155 στρεμμάτων ήταν προγραμματισμένος με εντολή της βασίλισσας ως επιστημονικός και βοτανικός κήπος καθώς και ως ιδιωτικός. το 1839 φυτεύτηκαν 15000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μεταφέρθηκαν από το Σούνιο και την Εύβοια. Το ενδιαφέρον της Βασίλισσας Αμαλίας για τον Κήπο ήταν τέτοιο που λέγεται ότι περνούσε τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα ασχολούμενη προσωπικά με την φροντίδα του. Στην οικογένεια της Αμαλίας, η δημιουργία και η συντήρηση πάρκων και κήπων αποτελούσε παράδοση. Δεν εκπλήσσει λοιπόν, που και εκείνη θέλησε να κοσμήσει την Αθήνα με ένα μεγάλο κήπο. Το 1842 μάλιστα φύτεψε η ίδια τις Ουασινγκτόνιες που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην είσοδο της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας. Η Βασίλισσα Αμαλία αργότερα στράφηκε στη γεωργική πολιτική και δεν συμμετείχε πλέον στη φροντίδα του κήπου. Φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Barault ),ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854 και ο γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt). Ο κήπος επεκτάθηκε από των Γερμανο-ελληνικό βοτανολόγο Καρλ Νίκολαους Φράας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, βρέθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός ρωμαϊκού ψηφιδωτού και ενός αρχαίου υδραγωγείου που χρησιμοποιήθηκε για τον κήπο. Η Βασίλισσα Αμαλία της Ελλάδας αργότερα στράφηκε στη γεωργική πολιτική και δεν συμμετείχε καν στη φροντίδα του κήπου. Διευθυντής του κήπου ήταν ο Theodor von Held και ο διάδοχός του Σπυρίδων Μηλιαράκης. Ο κήπος μετονομάστηκε σε Εθνικό Κήπο το 1927 κατά την περίοδο της αβασίλευτης δημοκρατίας. Είναι ανοιχτός για το κοινό από την Ανατολή μέχρι τη Δύση του Ηλίου. Η κύρια είσοδος του πάρκου είναι από την Λεωφόρο που μετονομάστηκε σε Αμαλίας προς τιμήν της, αφού αυτή οραματίστηκε τον κήπο. Υπάρχουν άλλες έξι είσοδοι στον κήπο: μία από την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, τρεις από την οδό Ηρώδου Αττικού (δυο είναι πλέον κλειστές με αστυνομική εντολή)[1] και δύο από την περιοχή του Ζαππείου πάρκου. Στον κήπο υπάρχουν λίμνες με πάπιες, ένας μικρός ζωολογικός κήπος, καφετέρια, η παιδική βιβλιοθήκη και μια παιδική χαρά. Ο Χένρυ Μίλλερ έγραψε για τον Εθνικό Κήπο το 1939: "Το πάρκο παραμένει στην μνήμη μου όσο κανένα άλλο πάρκο που έχω επισκεφτεί στη ζωή μου. Η πεμπτουσία ενός πάρκου είναι όπως όταν κάποιος κοιτά ένα πίνακα ή ονειρεύεται, να βρίσκεται σε έναν τόπο που όμως δεν μπορεί ποτέ να πάει."
1171 locals recommend
National Garden
1 Leoforos Vasilisis Amalias
1171 locals recommend
O Εθνικός Κήπος αποτελεί χαρακτηρισμένο Ιστορικό Τόπο στο κέντρο της Αθήνας ανάμεσα στις συνοικίες του Κολωνακίου και του Παγκρατίου. Έκτασης 15,6 εκταρίων στο κέντρο της Αθήνας και, προσθέτοντας τον κήπο του Ζαππείου με έκταση 13 εκταρίων, το πάρκο έχει έκταση 28,5 εκταρίων (285 στρέμματα). Η πρώτη του ονομασία μέχρι το 1974 ήταν «Βασιλικός Κήπος». Το πάρκο βρίσκεται δίπλα από τη Βουλή των Ελλήνων και εκτείνεται προς τα νότια όπου βρίσκεται το Ζάππειο μέγαρο απέναντι από το Παναθηναϊκό στάδιο όπου τελέστηκαν οι πρώτοι Μοντέρνοι Ολυμπιακοί αγώνες το 1896. Ο κήπος φιλοξενεί ακόμα αρχαία ερείπια, κίονες, μωσαϊκά κτλ. Στο νοτιοανατολικό του άκρο βρίσκονται οι προτομές του Ιωάννη Καποδίστρια, του μεγάλου Φιλλέληνα Εϋνάρδου ενώ στο νότιο του άκρο βρίσκεται η προτομή του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Στην αρχαιότητα κομμάτι του κτήματος ήταν ο ιδιωτικός κήπος του φιλόσοφου και βοτανολόγου Θεόφραστου ενός των διαδόχων του Αριστοτέλη. Ο κήπος ήταν ένα δώρο από το Δημήτριο το Φαληρέα στο δάσκαλό του. Υπήρχε επίσης ένα ιερό και μια βιβλιοθήκη. Ο βασιλικός κήπος οριοθετήθηκε το 1836 από τον Φρίντριχ φον Γκέρτνερ (Friedrich von Gärtner), τον αρχιτέκτονα των ανακτόρων, σε μια έκταση 500 περίπου στρεμμάτων. Επειδή η έκταση αυτή απέκλειε τον δρόμο Αθήνας-Αμαρουσίου-Κηφισιάς, το σχέδιο αυτό αναθεωρήθηκε το 1839 από τον Χοχ (Hoch), διευθύνοντα μηχανικό τής οικοδομής των ανακτόρων. Εθνικός Κήπος Ο κήπος των 155 στρεμμάτων ήταν προγραμματισμένος με εντολή της βασίλισσας ως επιστημονικός και βοτανικός κήπος καθώς και ως ιδιωτικός. το 1839 φυτεύτηκαν 15000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μεταφέρθηκαν από το Σούνιο και την Εύβοια. Το ενδιαφέρον της Βασίλισσας Αμαλίας για τον Κήπο ήταν τέτοιο που λέγεται ότι περνούσε τουλάχιστον τρεις ώρες την ημέρα ασχολούμενη προσωπικά με την φροντίδα του. Στην οικογένεια της Αμαλίας, η δημιουργία και η συντήρηση πάρκων και κήπων αποτελούσε παράδοση. Δεν εκπλήσσει λοιπόν, που και εκείνη θέλησε να κοσμήσει την Αθήνα με ένα μεγάλο κήπο. Το 1842 μάλιστα φύτεψε η ίδια τις Ουασινγκτόνιες που υπάρχουν μέχρι σήμερα στην είσοδο της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας. Η Βασίλισσα Αμαλία αργότερα στράφηκε στη γεωργική πολιτική και δεν συμμετείχε πλέον στη φροντίδα του κήπου. Φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Barault ),ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854 και ο γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt). Ο κήπος επεκτάθηκε από των Γερμανο-ελληνικό βοτανολόγο Καρλ Νίκολαους Φράας. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, βρέθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα, συμπεριλαμβανομένου ενός ρωμαϊκού ψηφιδωτού και ενός αρχαίου υδραγωγείου που χρησιμοποιήθηκε για τον κήπο. Η Βασίλισσα Αμαλία της Ελλάδας αργότερα στράφηκε στη γεωργική πολιτική και δεν συμμετείχε καν στη φροντίδα του κήπου. Διευθυντής του κήπου ήταν ο Theodor von Held και ο διάδοχός του Σπυρίδων Μηλιαράκης. Ο κήπος μετονομάστηκε σε Εθνικό Κήπο το 1927 κατά την περίοδο της αβασίλευτης δημοκρατίας. Είναι ανοιχτός για το κοινό από την Ανατολή μέχρι τη Δύση του Ηλίου. Η κύρια είσοδος του πάρκου είναι από την Λεωφόρο που μετονομάστηκε σε Αμαλίας προς τιμήν της, αφού αυτή οραματίστηκε τον κήπο. Υπάρχουν άλλες έξι είσοδοι στον κήπο: μία από την οδό Βασιλίσσης Σοφίας, τρεις από την οδό Ηρώδου Αττικού (δυο είναι πλέον κλειστές με αστυνομική εντολή)[1] και δύο από την περιοχή του Ζαππείου πάρκου. Στον κήπο υπάρχουν λίμνες με πάπιες, ένας μικρός ζωολογικός κήπος, καφετέρια, η παιδική βιβλιοθήκη και μια παιδική χαρά. Ο Χένρυ Μίλλερ έγραψε για τον Εθνικό Κήπο το 1939: "Το πάρκο παραμένει στην μνήμη μου όσο κανένα άλλο πάρκο που έχω επισκεφτεί στη ζωή μου. Η πεμπτουσία ενός πάρκου είναι όπως όταν κάποιος κοιτά ένα πίνακα ή ονειρεύεται, να βρίσκεται σε έναν τόπο που όμως δεν μπορεί ποτέ να πάει."
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.), το οποίο συνήθως αναφέρεται απλώς ως Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποτελεί ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Αθήνα. Το πρώτο διάταγμα για την ίδρυση του πανεπιστημίου εκδόθηκε την 31 Δεκεμβρίου 1836 (12 Ιαν. 1837 με το Νέο Ημερολόγιο), και απόντος του Όθωνα υπογράφεται από τους Άρμανσμπεργκ, Ι. Ρίζο, Κρίστιαν Σμαλτς, Δρόσο Μανσόλα, Α.Γ. Κριεζή, Γ. Λασσάνη. Το διάταγμα όριζε ότι το πανεπιστήμιο θα άρχιζε να λειτουργεί επισήμως την τρίτη ημέρα του Πάσχα του 1837 και ότι θα φέρει την ονομασία "Πανεπιστήμιον του Όθωνος". Θα είχε τέσσερις σχολές, δηλαδή των γενικών επιστημών (φιλοσοφίας, φιλολογίας, μαθηματικών και φυσικών επιστημών κλπ), της θεολογίας, της ιατρικής, και των νομικών και πολιτικών επιστημών.[8] Η ίδρυση του πανεπιστημίου επιβεβαιώθηκε με δεύτερο διάταγμα της 14 (26) Απριλίου 1837 που υπέγραψε ο Όθωνας. Εκεί ορίστηκε ως ημέρα έναρξης των εργασιών του η 3 (15) Μαΐου 1837.[9] Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ονομάσθηκε Οθώνειον Πανεπιστήμιον. Αποτελούσε το πρώτο πανεπιστημιακό ίδρυμα τόσο στο νέο Ελληνικό Κράτος όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσόγειου.[10] Το νεοσύστατο ίδρυμα συναποτελούσαν οι σχολές Θεολογίας, Νομικής, Ιατρικής και Τεχνών, στο γνωστικό πεδίο της οποίας συγκαταλέγονταν οι Εφαρμοσμένες Επιστήμες και τα Μαθηματικά. Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του, το ίδρυμα στελέχωναν 33 καθηγητές, ενώ μαθήματα παρακολουθούσαν 52 φοιτητές και 75 μη εγγεγραμμένοι ακροατές. Το πανεπιστήμιο στεγάσθηκε αρχικά στην κατοικία του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη στην Πλάκα που σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο του ιδρύματος. Το Νοέμβριο του 1841 το ίδρυμα μεταστεγάστηκε στο Κεντρικό Κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ένα κτήριο σχεδιασμένο από το Δανό αρχιτέκτονα Χανς Κρίστιαν Χάνσεν και διακοσμημένο από το ζωγράφο Karl Rahl, αποτελώντας την περίφημη "αρχιτεκτονική τριλογία της Αθήνας", μαζί με τα κτίρια της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (αριστερά), και εκείνο της Ακαδημίας Αθηνών (δεξιά). Το Πανεπιστήμιο διατήρησε την ονομασία Οθώνειο μέχρι το 1862, χρονιά κατά την οποία ο Όθων αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στις 20 Οκτωβρίου 1862 το ίδρυμα μετονομάσθηκε σε Εθνικόν Πανεπιστήμιον. Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε επιστολικό δελτάριο του 1910 Το σημερινό του όνομα το Πανεπιστήμιο της ελληνικής πρωτεύουσας έλαβε το 1911 χάρη στον Ηπειρώτη ευεργέτη Ιωάννη Δόμπολη (1769-1850), ο οποίος ήταν ένας πλούσιος έμπορος που ζούσε στη Ρωσία. Διαπνεόμενος από την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία τότε είχε απήχηση στους Έλληνες, διέθεσε όλη του την περιουσία στο ελληνικό Δημόσιο για να ιδρυθεί μετά από 50 χρόνια πανεπιστήμιο στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, με τον όρο πως το νέο ίδρυμα θα ονομαζόταν Καποδιστριακό πανεπιστήμιο, προς τιμή του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια. Αποτελούσε ελπίδα του Δόμπολη ότι κατά την εκτέλεση της διαθήκης πρωτεύουσα της Ελλάδας θα είχε πια γίνει η Κωνσταντινούπολη. Το 1911, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας (που παρά τους διακαείς πόθους του Δόμπολη παρέμενε πρωτεύουσα της χώρας), για να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του Δόμπολη, διχοτομήθηκε σε δύο τύποις ανεξάρτητες νομικά οντότητες, το Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον (στο οποίο ανήκαν οι θεωρητικές σχολές) και το Εθνικόν Πανεπιστήμιον (στο οποίο ανήκαν οι θετικές σχολές). Τα δύο νομικά πρόσωπα συγχωνεύθηκαν ξανά με τον οργανισμό του 1932 και το ίδρυμα μετονομάστηκε σε Αθήνησι Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον, ονομασία που διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα.[11] Το 1904 η Σχολή των Τεχνών διασπάστηκε σε δύο επιμέρους Σχολές: τη Σχολή Τεχνών και αυτή των Επιστημών. Στη Σχολή Επιστημών συμπεριλαμβάνονταν αρχικά οι Σχολές Μαθηματικών, Φαρμακευτικής και Φυσικής, ενώ το 1911 προστέθηκε σε αυτές και η Σχολή Οδοντιατρικής. Το 1919 συστάθηκε το τμήμα Χημείας και τρία χρόνια αργότερα, το 1922, η Σχολή Φαρμακευτικής μετέπεσε σε αυτόνομο τμήμα. Κατά τη δεκαετία του 1960 έγιναν οι πρώτες ενέργειες με σκοπό την μετεγκατάσταση του πανεπιστημίου και τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων του σε ενιαίο χώρο (Πανεπιστημιούπολη) στην περιοχή Ζωγράφου Αττικής. Σήμερα στην Πανεπιστημιούπολη βρίσκεται η Φιλοσοφική και Θεολογική Σχολή, η Σχολή Θετικών Επιστημών και οι τέσσερις Φοιτητικές Εστίες. Ιδρύθηκε με νόμο της αντιβασιλείας την 31 Δεκεμβρίου 1836 (παλαιό ημερολόγιο) που επαναβεβαιώθηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα της 14ης Απριλίου του 1837[1] και λειτουργεί αδιαλείπτως από τις 3 Μαΐου 1837 (τρίτη ημέρα του Πάσχα). Είναι το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο της Ελλάδας, μετά το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με περισσότερους από 40.000 προπτυχιακούς φοιτητές και περισσότερα από 2.000 άτομα διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού.[2][3] Το Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι το αρχαιότερο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της σύγχρονης Ελλάδας και συνεισφέρει σημαντικά στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο της χώρας.[4][5][6][7] Είναι επίσης το πρώτο Πανεπιστήμιο ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Το Πανεπιστήμιο κατατάχθηκε 26ο παγκοσμίως στην επιστημονική έρευνα με 844.945 ετεροαναφορές το 2018. Ανέβηκε 12 θέσεις από την κατάταξη Ιουλίου του 2018. Είναι η καλύτερη θέση που έλαβε ελληνικό πανεπιστήμιο.
16 locals recommend
National and Kapodistrian University of Athens
16 locals recommend
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.), το οποίο συνήθως αναφέρεται απλώς ως Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποτελεί ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στην Αθήνα. Το πρώτο διάταγμα για την ίδρυση του πανεπιστημίου εκδόθηκε την 31 Δεκεμβρίου 1836 (12 Ιαν. 1837 με το Νέο Ημερολόγιο), και απόντος του Όθωνα υπογράφεται από τους Άρμανσμπεργκ, Ι. Ρίζο, Κρίστιαν Σμαλτς, Δρόσο Μανσόλα, Α.Γ. Κριεζή, Γ. Λασσάνη. Το διάταγμα όριζε ότι το πανεπιστήμιο θα άρχιζε να λειτουργεί επισήμως την τρίτη ημέρα του Πάσχα του 1837 και ότι θα φέρει την ονομασία "Πανεπιστήμιον του Όθωνος". Θα είχε τέσσερις σχολές, δηλαδή των γενικών επιστημών (φιλοσοφίας, φιλολογίας, μαθηματικών και φυσικών επιστημών κλπ), της θεολογίας, της ιατρικής, και των νομικών και πολιτικών επιστημών.[8] Η ίδρυση του πανεπιστημίου επιβεβαιώθηκε με δεύτερο διάταγμα της 14 (26) Απριλίου 1837 που υπέγραψε ο Όθωνας. Εκεί ορίστηκε ως ημέρα έναρξης των εργασιών του η 3 (15) Μαΐου 1837.[9] Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ονομάσθηκε Οθώνειον Πανεπιστήμιον. Αποτελούσε το πρώτο πανεπιστημιακό ίδρυμα τόσο στο νέο Ελληνικό Κράτος όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσόγειου.[10] Το νεοσύστατο ίδρυμα συναποτελούσαν οι σχολές Θεολογίας, Νομικής, Ιατρικής και Τεχνών, στο γνωστικό πεδίο της οποίας συγκαταλέγονταν οι Εφαρμοσμένες Επιστήμες και τα Μαθηματικά. Κατά το πρώτο έτος λειτουργίας του, το ίδρυμα στελέχωναν 33 καθηγητές, ενώ μαθήματα παρακολουθούσαν 52 φοιτητές και 75 μη εγγεγραμμένοι ακροατές. Το πανεπιστήμιο στεγάσθηκε αρχικά στην κατοικία του αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη στην Πλάκα που σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο του ιδρύματος. Το Νοέμβριο του 1841 το ίδρυμα μεταστεγάστηκε στο Κεντρικό Κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ένα κτήριο σχεδιασμένο από το Δανό αρχιτέκτονα Χανς Κρίστιαν Χάνσεν και διακοσμημένο από το ζωγράφο Karl Rahl, αποτελώντας την περίφημη "αρχιτεκτονική τριλογία της Αθήνας", μαζί με τα κτίρια της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (αριστερά), και εκείνο της Ακαδημίας Αθηνών (δεξιά). Το Πανεπιστήμιο διατήρησε την ονομασία Οθώνειο μέχρι το 1862, χρονιά κατά την οποία ο Όθων αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στις 20 Οκτωβρίου 1862 το ίδρυμα μετονομάσθηκε σε Εθνικόν Πανεπιστήμιον. Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε επιστολικό δελτάριο του 1910 Το σημερινό του όνομα το Πανεπιστήμιο της ελληνικής πρωτεύουσας έλαβε το 1911 χάρη στον Ηπειρώτη ευεργέτη Ιωάννη Δόμπολη (1769-1850), ο οποίος ήταν ένας πλούσιος έμπορος που ζούσε στη Ρωσία. Διαπνεόμενος από την ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας, η οποία τότε είχε απήχηση στους Έλληνες, διέθεσε όλη του την περιουσία στο ελληνικό Δημόσιο για να ιδρυθεί μετά από 50 χρόνια πανεπιστήμιο στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, με τον όρο πως το νέο ίδρυμα θα ονομαζόταν Καποδιστριακό πανεπιστήμιο, προς τιμή του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδος, Ιωάννη Καποδίστρια. Αποτελούσε ελπίδα του Δόμπολη ότι κατά την εκτέλεση της διαθήκης πρωτεύουσα της Ελλάδας θα είχε πια γίνει η Κωνσταντινούπολη. Το 1911, το Πανεπιστήμιο της Αθήνας (που παρά τους διακαείς πόθους του Δόμπολη παρέμενε πρωτεύουσα της χώρας), για να κληρονομήσει την τεράστια περιουσία του Δόμπολη, διχοτομήθηκε σε δύο τύποις ανεξάρτητες νομικά οντότητες, το Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον (στο οποίο ανήκαν οι θεωρητικές σχολές) και το Εθνικόν Πανεπιστήμιον (στο οποίο ανήκαν οι θετικές σχολές). Τα δύο νομικά πρόσωπα συγχωνεύθηκαν ξανά με τον οργανισμό του 1932 και το ίδρυμα μετονομάστηκε σε Αθήνησι Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον, ονομασία που διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι και σήμερα.[11] Το 1904 η Σχολή των Τεχνών διασπάστηκε σε δύο επιμέρους Σχολές: τη Σχολή Τεχνών και αυτή των Επιστημών. Στη Σχολή Επιστημών συμπεριλαμβάνονταν αρχικά οι Σχολές Μαθηματικών, Φαρμακευτικής και Φυσικής, ενώ το 1911 προστέθηκε σε αυτές και η Σχολή Οδοντιατρικής. Το 1919 συστάθηκε το τμήμα Χημείας και τρία χρόνια αργότερα, το 1922, η Σχολή Φαρμακευτικής μετέπεσε σε αυτόνομο τμήμα. Κατά τη δεκαετία του 1960 έγιναν οι πρώτες ενέργειες με σκοπό την μετεγκατάσταση του πανεπιστημίου και τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων του σε ενιαίο χώρο (Πανεπιστημιούπολη) στην περιοχή Ζωγράφου Αττικής. Σήμερα στην Πανεπιστημιούπολη βρίσκεται η Φιλοσοφική και Θεολογική Σχολή, η Σχολή Θετικών Επιστημών και οι τέσσερις Φοιτητικές Εστίες. Ιδρύθηκε με νόμο της αντιβασιλείας την 31 Δεκεμβρίου 1836 (παλαιό ημερολόγιο) που επαναβεβαιώθηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα της 14ης Απριλίου του 1837[1] και λειτουργεί αδιαλείπτως από τις 3 Μαΐου 1837 (τρίτη ημέρα του Πάσχα). Είναι το μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο της Ελλάδας, μετά το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με περισσότερους από 40.000 προπτυχιακούς φοιτητές και περισσότερα από 2.000 άτομα διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού.[2][3] Το Πανεπιστήμιο Αθηνών είναι το αρχαιότερο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα της σύγχρονης Ελλάδας και συνεισφέρει σημαντικά στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο της χώρας.[4][5][6][7] Είναι επίσης το πρώτο Πανεπιστήμιο ολόκληρης της Βαλκανικής Χερσονήσου και της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου. Το Πανεπιστήμιο κατατάχθηκε 26ο παγκοσμίως στην επιστημονική έρευνα με 844.945 ετεροαναφορές το 2018. Ανέβηκε 12 θέσεις από την κατάταξη Ιουλίου του 2018. Είναι η καλύτερη θέση που έλαβε ελληνικό πανεπιστήμιο.
Η πλατεία Συντάγματος είναι η κεντρική πλατεία της Αθήνας. Έλαβε το όνομά της από το Σύνταγμα το οποίο αναγκάστηκε να παραχωρήσει το 1843 ο βασιλεύς Όθων λόγω της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, κατά την οποία ο λαός και η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών απαίτησαν, συγκεντρωμένοι έξω από τα τότε βασιλικά ανάκτορα, (το κτίριο που σήμερα στεγάζει την Βουλή των Ελλήνων) την έκδοση συντάγματος, του θεμελιώδους νόμου της πολιτείας. Η πλατεία Συντάγματος μαζί με την πλατεία Ομονοίας, αποτελούν τα δύο σημεία αναφοράς της πόλης.[1] Η πλατεία Συντάγματος περιβάλλεται από σημαντικά κτίρια της πρωτεύουσας, όπως το κτίριο της Βουλής, το ιστορικό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» και τα Υπουργεία Οικονομικών και Εξωτερικών. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πλατεία στην Ελλάδα, μετά την πλατεία Σπιανάδα της Κέρκυρας, και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο με τις 100 μεγαλύτερες του κόσμου.[2] Η ιστορία της πλατείας Συντάγματος ξεκινά το 1834. Μέχρι τότε, η περιοχή βρισκόταν στις παρυφές της πόλης και ονομαζόταν Περιβολάκια. Χαρακτηριστικό είναι πως το βόρειο μέρος, όπου συναντάται σήμερα το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και το κτίριο της Βουλής, θεωρούνταν εκτός ορίων πόλεως, καθώς το τείχος του «Χασεκή» χώριζε την περιοχή στα δύο. Στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το Μέγαρο της Βουλής υπήρχε επίσης η περίφημη πηγή της «Μπουμπουνίστρας», που πήγαζε από τους Αμπελόκηπους και ονομάστηκε έτσι λόγω της ορμητικότητας και του θορύβου που έκανε το νερό της.[4] Το Μέγαρο Δημητρίου, το αρχικό κτήριο που στέγαζε το Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, το 1874. Η πλατεία λόγω της κεντρικότατης θέσης της, είναι στενά συνδεδεμένη με την σύγχρονη αθηναϊκή και ελληνική ιστορία. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1843 ονομαζόταν «πλατεία Ανακτόρων». Πήρε τη σημερινή της ονομασία έπειτα από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, με την οποία ο βασιλιάς Όθωνας υποχρεώθηκε από την στρατιωτική φρουρά της Αθήνας, που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Δημητρίου Καλλέργη υποστηριζόμενη από μεγάλο πλήθος λαού, να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση και να παραχωρήσει Σύνταγμα.[5] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Αλλαγή Φρουράς μπροστά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη που βρίσκεται σε διαμορφωμένο χώρο μπροστά από το κτίριο της Βουλής, ακριβώς απέναντι από την ανατολική πλευρά της πλατείας Συντάγματος επί της λεωφόρου Αμαλίας. Οι δύο φρουροί του μνημείου, οι Εύζωνες, αντικαθίστανται από δύο νέους φρουρούς κάθε μία ώρα με απόλυτης ακρίβειας συγχρονισμένες κινήσεις. Στις εθνικές εορτές και τις Κυριακές, το τυπικό της αλλαγής της φρουράς πραγματοποιείται από 120 Εύζωνες στις 11 π.μ.
335 locals recommend
Syntagma Station
Platia Sintagmatos
335 locals recommend
Η πλατεία Συντάγματος είναι η κεντρική πλατεία της Αθήνας. Έλαβε το όνομά της από το Σύνταγμα το οποίο αναγκάστηκε να παραχωρήσει το 1843 ο βασιλεύς Όθων λόγω της επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου, κατά την οποία ο λαός και η στρατιωτική φρουρά των Αθηνών απαίτησαν, συγκεντρωμένοι έξω από τα τότε βασιλικά ανάκτορα, (το κτίριο που σήμερα στεγάζει την Βουλή των Ελλήνων) την έκδοση συντάγματος, του θεμελιώδους νόμου της πολιτείας. Η πλατεία Συντάγματος μαζί με την πλατεία Ομονοίας, αποτελούν τα δύο σημεία αναφοράς της πόλης.[1] Η πλατεία Συντάγματος περιβάλλεται από σημαντικά κτίρια της πρωτεύουσας, όπως το κτίριο της Βουλής, το ιστορικό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» και τα Υπουργεία Οικονομικών και Εξωτερικών. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πλατεία στην Ελλάδα, μετά την πλατεία Σπιανάδα της Κέρκυρας, και συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο με τις 100 μεγαλύτερες του κόσμου.[2] Η ιστορία της πλατείας Συντάγματος ξεκινά το 1834. Μέχρι τότε, η περιοχή βρισκόταν στις παρυφές της πόλης και ονομαζόταν Περιβολάκια. Χαρακτηριστικό είναι πως το βόρειο μέρος, όπου συναντάται σήμερα το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και το κτίριο της Βουλής, θεωρούνταν εκτός ορίων πόλεως, καθώς το τείχος του «Χασεκή» χώριζε την περιοχή στα δύο. Στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το Μέγαρο της Βουλής υπήρχε επίσης η περίφημη πηγή της «Μπουμπουνίστρας», που πήγαζε από τους Αμπελόκηπους και ονομάστηκε έτσι λόγω της ορμητικότητας και του θορύβου που έκανε το νερό της.[4] Το Μέγαρο Δημητρίου, το αρχικό κτήριο που στέγαζε το Ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεταννία, το 1874. Η πλατεία λόγω της κεντρικότατης θέσης της, είναι στενά συνδεδεμένη με την σύγχρονη αθηναϊκή και ελληνική ιστορία. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1843 ονομαζόταν «πλατεία Ανακτόρων». Πήρε τη σημερινή της ονομασία έπειτα από την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, με την οποία ο βασιλιάς Όθωνας υποχρεώθηκε από την στρατιωτική φρουρά της Αθήνας, που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Δημητρίου Καλλέργη υποστηριζόμενη από μεγάλο πλήθος λαού, να συγκαλέσει εθνοσυνέλευση και να παραχωρήσει Σύνταγμα.[5] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Αλλαγή Φρουράς μπροστά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη που βρίσκεται σε διαμορφωμένο χώρο μπροστά από το κτίριο της Βουλής, ακριβώς απέναντι από την ανατολική πλευρά της πλατείας Συντάγματος επί της λεωφόρου Αμαλίας. Οι δύο φρουροί του μνημείου, οι Εύζωνες, αντικαθίστανται από δύο νέους φρουρούς κάθε μία ώρα με απόλυτης ακρίβειας συγχρονισμένες κινήσεις. Στις εθνικές εορτές και τις Κυριακές, το τυπικό της αλλαγής της φρουράς πραγματοποιείται από 120 Εύζωνες στις 11 π.μ.
Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά είναι ένα νεοκλασικό κτήριο που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λαζαρίμου κι εγκαινιάστηκε στις 9 Απριλίου του 1895. Το θέατρο έχει χωρητικότητα 600 θέσεων και βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της πόλης του Πειραιά. Ειδικότερα, για την εποχή που αποφασίστηκε να ανεγερθεί στα τέλη του 19ου αιώνα, θεωρείται οραματική η ιδέα και μόνο της δημιουργίας ενός τέτοιου μεγέθους θεάτρου. Οι κάτοικοι του Πειραιά το 1883, όταν λήφθηκε η σχετική απόφαση, έφθαναν μόλις τους 27.000, εκ των οποίων ζήτημα ήταν αν οι 200 θεωρούνταν μορφωμένοι και άλλοι τόσοι να γνώριζαν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση.
46 locals recommend
Municipal Theatre of Piraeus
32 Leof. Ir. Politechniou
46 locals recommend
Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά είναι ένα νεοκλασικό κτήριο που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Λαζαρίμου κι εγκαινιάστηκε στις 9 Απριλίου του 1895. Το θέατρο έχει χωρητικότητα 600 θέσεων και βρίσκεται στο κεντρικότερο σημείο της πόλης του Πειραιά. Ειδικότερα, για την εποχή που αποφασίστηκε να ανεγερθεί στα τέλη του 19ου αιώνα, θεωρείται οραματική η ιδέα και μόνο της δημιουργίας ενός τέτοιου μεγέθους θεάτρου. Οι κάτοικοι του Πειραιά το 1883, όταν λήφθηκε η σχετική απόφαση, έφθαναν μόλις τους 27.000, εκ των οποίων ζήτημα ήταν αν οι 200 θεωρούνταν μορφωμένοι και άλλοι τόσοι να γνώριζαν στοιχειώδη γραφή και ανάγνωση.
Ο Λιμένας Ζέας ή παλαιότερα Πασαλιμάνι είναι ο δεύτερος σε μέγεθος λιμένας του Πειραιά με σχήμα κυκλικό. Κατά την αρχαιότητα ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις πολεμικούς λιμένες της Αθήνας, Ζέας, Μουνιχίας και Κανθάρου (ο σημερινός κεντρικός), αλλά και του ελλαδικού χώρου γενικότερα, αφού περιλάμβανε περισσότερους νεώσοικους και από τους άλλους δύο (αναφέρονται 196), σε ακτινωτή διάταξη επί της παραλίας του. Ο λιμένας αυτός λεγόταν από τους αρχαίους Αθηναίους «Ζέα», όπως εξακριβώθηκε από επιγραφή που βρέθηκε στο μυχό του λιμένα προ της σημερινής πλατείας Κανάρη, επί της οποίας υπήρχε το συμβόλαιο της «εν Ζέα Σκευοθήκης του Αττικού Ναυστάθμου». Η Ζέα σήμερα αποτελεί το επίκεντρο της ψυχαγωγικής δραστηριότητας του Πειραιά και ένα από τα δημοφιλέστερα μέρη ως τόπος ψυχαγωγίας, γνωστή και ως Πασαλιμάνι. Η παραλιακή οδός Τρύφωνος Μουτσοπούλου είναι γεμάτη καταστήματα εστίασης, καφετέριες και πολυκαταστήματα, αλλά η μεγάλη πλατεία Κανάρη που βρίσκεται επί της Γρηγορίου Λαμπράκη απέναντι από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας είναι το μέρος που συγκεντρώνει τον περισσότερο κόσμο όλο τον χρόνο, χάρη στις πολλές καφετέριες. Στην Ζέα βρίσκεται το θέατρο Αυλαία, το αρχαίο θέατρο Πειραιά και μεγάλες ιδιωτικές κλινικές. Ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα του Πειραιά είναι το πέτρινο ρολόι της Ζέας στην πράσινη ελλειπτική νησίδα, που βρίσκεται στην συμβολή της οδού Λαμπράκη με την οδό Μουτσοπούλου δίπλα από την πλατεία Κανάρη, γνωστή σαν αυγό λόγω του σχήματος της. Το ρολόι κατασκευάστηκε το 1940 επί δημαρχίας Μιχάλη Μανούσκου μέσω του προυπολογισμού ύψους 117 εκατομμυρίων δραχμών, που είχε διαθέσει η τότε κυβέρνηση Μεταξά για την ανάπλαση του κέντρου του Πειραιά. Την μεταπολεμική περίοδο η περιοχή γύρω απο το πέτρινο ρολόι ήταν για πολλές δεκαετίες πασίγνωστος τόπος συνάθροισης και ραντεβού, ώσπου μετατοπίστηκε τα τελευταία χρόνια στην γειτονική πλατεία Κανάρη.
59 locals recommend
Zea Marina
59 locals recommend
Ο Λιμένας Ζέας ή παλαιότερα Πασαλιμάνι είναι ο δεύτερος σε μέγεθος λιμένας του Πειραιά με σχήμα κυκλικό. Κατά την αρχαιότητα ήταν ο μεγαλύτερος από τους τρεις πολεμικούς λιμένες της Αθήνας, Ζέας, Μουνιχίας και Κανθάρου (ο σημερινός κεντρικός), αλλά και του ελλαδικού χώρου γενικότερα, αφού περιλάμβανε περισσότερους νεώσοικους και από τους άλλους δύο (αναφέρονται 196), σε ακτινωτή διάταξη επί της παραλίας του. Ο λιμένας αυτός λεγόταν από τους αρχαίους Αθηναίους «Ζέα», όπως εξακριβώθηκε από επιγραφή που βρέθηκε στο μυχό του λιμένα προ της σημερινής πλατείας Κανάρη, επί της οποίας υπήρχε το συμβόλαιο της «εν Ζέα Σκευοθήκης του Αττικού Ναυστάθμου». Η Ζέα σήμερα αποτελεί το επίκεντρο της ψυχαγωγικής δραστηριότητας του Πειραιά και ένα από τα δημοφιλέστερα μέρη ως τόπος ψυχαγωγίας, γνωστή και ως Πασαλιμάνι. Η παραλιακή οδός Τρύφωνος Μουτσοπούλου είναι γεμάτη καταστήματα εστίασης, καφετέριες και πολυκαταστήματα, αλλά η μεγάλη πλατεία Κανάρη που βρίσκεται επί της Γρηγορίου Λαμπράκη απέναντι από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας είναι το μέρος που συγκεντρώνει τον περισσότερο κόσμο όλο τον χρόνο, χάρη στις πολλές καφετέριες. Στην Ζέα βρίσκεται το θέατρο Αυλαία, το αρχαίο θέατρο Πειραιά και μεγάλες ιδιωτικές κλινικές. Ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα του Πειραιά είναι το πέτρινο ρολόι της Ζέας στην πράσινη ελλειπτική νησίδα, που βρίσκεται στην συμβολή της οδού Λαμπράκη με την οδό Μουτσοπούλου δίπλα από την πλατεία Κανάρη, γνωστή σαν αυγό λόγω του σχήματος της. Το ρολόι κατασκευάστηκε το 1940 επί δημαρχίας Μιχάλη Μανούσκου μέσω του προυπολογισμού ύψους 117 εκατομμυρίων δραχμών, που είχε διαθέσει η τότε κυβέρνηση Μεταξά για την ανάπλαση του κέντρου του Πειραιά. Την μεταπολεμική περίοδο η περιοχή γύρω απο το πέτρινο ρολόι ήταν για πολλές δεκαετίες πασίγνωστος τόπος συνάθροισης και ραντεβού, ώσπου μετατοπίστηκε τα τελευταία χρόνια στην γειτονική πλατεία Κανάρη.
Η Φρεαττύδα (αρχ.η Φρεαττύς, της Φρεαττύος) αποτελεί σήμερα τουριστική συνοικία του Πειραιά που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Πειραϊκής χερσονήσου και αμέσως μετά (νοτιοδυτικά) τον λιμένα Ζέας (πρώην Πασαλιμάνι), στην οποία και περιλαμβάνονται ο αρχαίος ομώνυμος όρμος και ο υπερκείμενος λόφος.
Freattyda
Η Φρεαττύδα (αρχ.η Φρεαττύς, της Φρεαττύος) αποτελεί σήμερα τουριστική συνοικία του Πειραιά που βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Πειραϊκής χερσονήσου και αμέσως μετά (νοτιοδυτικά) τον λιμένα Ζέας (πρώην Πασαλιμάνι), στην οποία και περιλαμβάνονται ο αρχαίος ομώνυμος όρμος και ο υπερκείμενος λόφος.

Traveler advice

Getting around

Για να μετακινηθείτε γρήγορα

https://moovitapp.com/